«Θα σας απαντήσω μ’ ένα περιστατικό που συνέβη πριν πολλά χρόνια.
Ήταν στα 1959, στο Φεστιβάλ θεάτρου των Εθνών, στο Παρίσι, όπου πήγα προσκεκλημένος από τους Γάλλους, παρά τις αντιρρήσεις του Έλληνα εκεί τότε πρέσβη για το «τούρκικο θέαμα» που θα παρουσίαζα σαν ελληνικό.
Μαζεμένοι ήμαστε όλοι σε μια πρες - κόνφερανς εκπρόσωποι από τα θέατρα όλου του κόσμου, πλήθος δημοσιογράφοι, ακόλουθοι πρεσβειών και άλλοι πολλοί.--
«Το Θέατρο Σκιών είναι τούρκικο και όχι δικό σας», μου επετέθη ξαφνικά μπροστά σ’ όλους ο Τούρκος εκπρόσωπος.--
Δεν πρόκειται να σας πω στην αρχή πως είναι δικό μας, του απάντησα.
Μα θα ρωτήσω πως είναι δικό σας; Πως είναι δικό σας την στιγμή που το Κοράνι σας απαγορεύει τέτοια θεάματα.
Πως είναι δικό σας όταν ζει στην Ιάβα 750 χρόνια, στην Ταϋλάνδη και στις Ινδίες 600 και 1.250 στην Κίνα κι’ εσείς το έχετε —λέτε— 200 χρόνια;
Πως είναι δικό σας όταν στα Ελευσίνια Μυστήρια οι αρχαίοι Έλληνες έπαιζαν πίσω από μπερντέ μ’ αναμμένες δάδες για να φαίνονται οι σκιές τους;
Πως είναι δικό σας όταν από την Κίνα σας έφερε το θέατρο Σκιών ένας Έλληνας ταξιδευτής, ο Γιάννης ο Μαυρομμάτης (Καραγκιόζης = Μαυρομμάτης) που έχετε κιόλας θάψει στην Προύσσα, στα Μπάνια κοντά, κάτω από κάτι κυπαρίσσια;
Το Θέατρο Σκιών δεν είναι ούτε δικό σας ούτε δικό μας, Οι ρίζες του χάνονται στο παρελθόν.--
Πως έμεινε το Θέατρο Σκιών στην Τουρκία, αφού το απαγόρευε το Κοράνι;--
Υιοθετήθηκε με τις βωμολοχίες του για τις ορέξεις των Σουλτάνων στον οντά.
Δεν ήταν για τον κόσμο. Μετά τον θάνατο του Μαυρομμάτη - Καραγκιόζη, στα 1860 ο μπάρμπα Γιάννης Μπρόχαλης το έφερε στην Ελλάδα.
Αλλά και πάλι ήταν Καραγκιόζης μόνο για άντρες.
Όπως είπα, οι παλιότεροι προσπάθησαν να τον απαλλάξουν από τα χοντρά αστεία.
Κι’ ακόμα αργότερα από το κακό όνομα, που είχε λόγω της ανήθικης ζωής ορισμένων «καραγκιοζοπαιχτών».
Ήταν μια εποχή, εκείνη τού πατέρα μου και των συγχρόνων του, που οι τεχνίτες τού Καραγκιόζη δεν έπαιζαν μόνο για το μεροκάματο, αλλά από αγάπη και μεράκι.
Κι’ ο κόσμος δεν είχε άλλη διασκέδαση. Και πήγαινε και παθιαζότανε με το θέαμα και γελούσε" (Ευγένιος Σπαθάρης, συνέντευξη στην εφημερίδα "Ακρόπολη" της 23ης Ιουλίου 1978).
Ο δικός μου Σπαθάρης - Της Βάσιας Καρκαγιάννη - Καραμπελιά.
Τον Σπαθάρη, όπως και κάποιους άλλους καραγκιοζοπαίχτες, τον γνώριζα από πολύ μικρή, ούτε πέντε χρονώ, από τα φυλλάδια κυρίως που αγοράζαμε στα περίπτερα, για να παίξουμε μ' αυτά τον "δικό μας" Καραγκιόζη – στην αυλή του σπιτιού μας, στον Βόλο, εκεί δίπλα στο γωνιακό του Καταρόπουλου, απέναντι από την Πλατεία Ελευθερίας.
Ηταν του Ευγένιου άραγε ή του Σωτήρη τα φυλλάδια;
Μάλλον του Σωτήρη σκέφτομαι. Ισως και του Μόλλα.
Μα ποιος νοιαζότανε να ξέρει, τότε.. Καραγκιόζης να 'τανε...
Παίρναμε και κόβαμε τις χαρτονένιες φιγούρες που συνόδευαν τα "παραμύθια", δέναμε τα κομμάτια τους με σπάγκο και τέλος κολλάγαμε τα ξυλάκια που μ' αυτά τις χορεύαμε πάνω στο πανί...
Βασικά, έπαιζαν ο αδελφός μου και οι φίλοι του, πίσω από ένα άσπρο μεγάλο σεντόνι που μας δάνειζε η μάνα μας και που το στήναμε δεν θυμάμαι με τι σανίδες στο πίσω μέρος της αυλής, ανάμεσα στον φοίνικα και στο κοτέτσι.
Εγώ, σαν πιο μικρή, εισέπραττα τις δεκαρίτσες στην καγκελόπορτα της εισόδου.
Πολύς κόσμος, πιτσιρίκια δηλαδή, μαζεύονταν... Ούτε τα έργα θυμάμαι καλά. Μόνο τον Καραγκιόζη γιατρό, τον Γάμο του Καραγκιόζη, τον Αθανάσιο Διάκο και τον Μεγαλέξανδρο με το καταραμένο φίδι.
Μεγάλος ενθουσιασμός και γέλιο στο ακροατήριο! Μα δεν ήτανε μόνον αστεία, τα έργα, ήταν και ηρωικά και δραματικά!.
Κάποτε μάλιστα η παράσταση τελείωνε σαν... πραγματικό δράμα, όταν το σεντόνι έπαιρνε φωτιά από τα κεριά που μας χρησίμευαν για λάμπες, κι η καημένη η Πόπη, η μάνα μας, μας ξυλοφόρτωνε.
Αλλά ξαναρχίζαμε... Χρόνια πέρασαν και –γύρω στο '64 ή '65 νομίζω– μου μήνυσε μια μέρα ο περίφημος λαογράφος Κίτσος ο Μακρής, φίλος του πατέρα μου και δικός μου φίλος και δάσκαλος αγαπητός, ότι θα με πάει να γνωρίσω τον Ευγένιο Σπαθάρη που έπαιζε στο Βόλο. Χαρά εγώ!
Κινήσαμε, λοιπόν, για τα Πευκάκια – γιατί εκεί είχε ορίσει την μεσημεριάτικη συνάντηση ο Ευγένιος, που δεν άφηνε να περάσει καμιά ευκαιρία για μπάνιο!
Εκεί λοιπόν συνάντησα για πρώτη φορά τον περίφημο καραγκιοζοπαίχτη, πάνω σε κάτι βραχάκια, με ένα απίθανο μαγιό με πλατιές ριγες – όπως αυτά που φορούσαν οι Frères Jacques στη Γαλλία.
Δίπλα του, ο βοηθός του ο Κώστας με παρόμοιο μαγιό...
Βουτούσανε κι οι δυο τα πόδια τους στη θάλασσα, και τα κατάμαυρα μάτια και φρύδια τους, όπως και τα κάτασπρα δόντια τους, γελούσαν όπως γελούν μερικές φιγούρες στους πίνακες του Θεόφιλου.
Τον συνάντησα αρκετές φορές, έκτοτε. Ομως αυτή η εικόνα αναδυόταν πάντα μέσα μου σαν τον σκεφτόμουν, τον καλό μου φίλο τον Ευγένιο.
Ωσπου, το 1970, στο Παρίσι πια, μετά το πτυχίο στην Ιστορία Τέχνης και Αρχαιολογία, αποφάσισα να κάνω μιά maîtrise για το "Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα" στο τμήμα αισθητικής και φιλοσοφίας της Σορβόννης, όπου δίδασκε ο εξαίρετος φιλέλλην καθηγητής –εγγονός του Ψυχάρη– Olivier Revault d' Allonnes (τον οποίο επίσης χάσαμε πρόσφατα).
Του έγραψα και δέχτηκε μετά χαράς –όπως μου είπε αργότερα– όντας ο ίδιος λάτρης του θεάματος, που είχε συχνά παρακολουθήσει στην Ελλάδα, συχνά δε αναφερόταν σ' αυτό στα μαθήματά του. Ηταν τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας.
Τι «εκπροσωπούσε» Ο Καραγκιόζης μας φαινόταν, εμάς που λόγω "πολιτικών φρονημάτων" δεν μπορούσαμε να κατεβούμε στον τόπο μας, ν' αντιπροσωπεύει κάπως τον δύστυχο λαό μας, τα πάθη και το κουράγιο του, την αστείρευτη αισιοδοξία του, το θράσος και τα πολυμήχανα τεχνάσματά του απέναντι στις όποιες αντιξοότητες της ζωής.
Τις όποιες εξουσίες... Για μένα, είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ευγένιου Σπαθάρη...
Πέρασα έτσι μια θαυμάσια χρονιά να ψάχνω Καραγκιόζη στις βιβλιοθήκες, κυρίως δε σ' αυτήν του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της (παλιάς) Σορβόννης – όπου μ' αυτή την ευκαιρία πρωτοσυνάντησα τον καλό μας βιβλιοθηκάριο Κώστα Κωνσταντινίδη, τον μεγάλο μας δάσκαλο Κ. Θ. Δημαρά κι όλα τα τότε εξόριστα "δημαράκια", τον Ηλιού, τον Σπάθη, τον Ασδραχά, την Δρίτσα, τον Μουλά, τον Φ. Αποστολόπουλο κ.ά.
Εκείνοι διαφωτισμό, εγώ Καραγκιόζη. Εκείνοι "σοβαροί", εγώ να διαβάζω τα (θαυμάσια, κλασικά στο είδος τους) απομνημονεύματα του Σωτήρη Σπαθάρη, τα Καραγκιόζικα του Ρώτα, τον Καΐμη, τον Roussel, τον Μπίρη, τη Βακαλό, τον Παπαδιαμάντη και να σκάω στα γέλια σκυμμένη σ' έναν μεγάλο τόμο με τα "άπαντα" του Μόλλα (συλλογή φυλλαδίων), έχοντας δε πάντα μέσα μου την εικόνα του Ευγένιου να ζωγραφίζει, να παίζει, να τραγουδά, να πίνει στην ταβέρνα και να γελάει με κείνο το απαστράπτον τρανταχτό γέλιο του.
Του Ευγένιου, που ποιος ξέρει πώς τα κατάφερνε τότε με τα δικά του "φρονήματα" και τα "καραγκιοζιλίκια" του... Η maitrise υποστηρίχτηκε τον Ιούνιο του 1971.
Το καλοκαίρι του '73, με την "φιλελευθεροποίηση" Μαρκεζίνη, καταφέραμε να κατεβούμε στην Ελλάδα όσοι ώς τότε δεν μπορούσαμε λόγω "αντιδικτατορικής δράσης", κι έτσι ένα πρωί χτύπαγα στην πόρτα του Ευγένιου, στο Μαρούσι.
Με δέχτηκαν μ' ανοιχτές αγκαλιές, κι αυτός και η γυναίκα του, μου έδειξαν τις συλλογές τους και άνοιξαν τα αρχεία τους (γράμματα του Σικελιανού, του Τσαρούχη, πολλών άλλων), κράτησα σημειώσεις, θαύμασα τα σκηνικά και τις πολυάριθμες φιγούρες –όλα όσα τώρα περιλαμβάνονται, υποθέτω, στο Μουσείο του Σπαθάρη– και τράβηξα φωτογραφίες. Γνώρισα και τον παππού, τον μεγάλο καλλιτέχνη Σωτήρη Σπαθάρη.
Είχα σκοπό τότε να συμπληρώσω την εργασία μου και να την εκδώσω – μα έμεινε κι αυτή, όπως πολλά άλλα, στα συρτάρια μου.
Τον Ευγένιο, πάντως, τον ξαναείδα πολλές φορές. Φρόντισα μάλιστα και τον κάλεσε o εξαίρετος Ελληνογαλλικός σύλλογος του Μπορντώ Entre Deux Mers/ Rgions d' Europe, τον Νοέμβρη του 1995, οπότε οργανώθηκαν στην περιοχή πολλές εκδηλώσεις για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Ηρθε, λοιπόν, ο Ευγένιος, παρ' όλο που υπέφερε τον καιρό εκείνο απ' την καρδιά του, μαζί με την γυναίκα του. Την μέρα της παράστασης, η αίθουσα κατάμεστη.
Ο Σπαθάρης, στα κέφια του, έπαιξε τον Μεγαλέξανδρο και τον Κατηραμένον Οφι, στα ελληνικά βέβαια, αλλά με μικρές διαλεγμένες λεξούλες γαλλιστί –αναφορικά με την επίκαιρότητα ή με κάποιες ιδιαίτερες παρουσίες στην αίθουσα– που διευκόλυναν τη συμμετοχή του κοινού.
Ηταν σαφές ότι έπαιζε μόνος πίσω από τον μπερντέ, κι ότι όλες τις φωνές, όλες τις λαλιές, τις έκανε, αριστουργηματικά, μόνος.
Στο τέλος, μετά τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα, βγήκε ο Ευγένιος (με μπονζούρ, κομάν σα βα και τέτοια) κρατώντας στα χέρια τα κουτσούνια του κι ένα μαγνητόφωνο, και απίθωσε κάτω έναν μεγάλο τενεκέ (σαν αυτούς του λαδιού) που είχε μέσα μια κοτρώνα.
Παίρνει λοιπόν φόρα και του δίνει μια κλωτσιά του τενεκέ και πέφτει ο τενεκές με το κοτρώνι με κρότο φοβερό, σαν του κεραυνού! Αυτοσχεδιασμοί Αυτό ήθελε!
Να καταλάβει ο κόσμος πώς είχανε πέσει οι κεραυνοί κατά τη διάρκεια του έργου, πόσο απλά, αυτοσχέδια μέσα χρησιμοποιεί ένας καραγκιοζοπαίχτης για την παράστασή του. Αποθέωση!
Μέχρι σήμερα μου μιλούν μερικοί για την εντύπωση που τους έκανε τότε ο Καραγκιόζης του Ευγένιου Σπαθάρη...
Ηρθε και στο Παρίσι, μιαν άλλη χρονιά, καλεσμένος από τον σύλλογο Amis de la Grece et de Chypre, και είχα ακόμα μια φορά την ευτυχία να τον παρουσιάσω και να τον απολαύσω. Μετά χαθήκαμε.
Τον έβλεπα να παίζει στην τηλεόραση, εβλεπα τα ντοκιμαντέρ, τα δημοσιεύματα για τον Σπαθάρη, ώσπου, το περασμένο Σάββατο, έμαθα για την τελευταία του παράσταση.
Και τον φαντάζομαι τώρα να παίζει τον Θάνατο και την ταφή τού Ευγένιου Σπαθάρη και μετά να σηκώνεται από το μνήμα –όπως σε κάποια έργα του καραγκιόζικου ρεπερτόριου– και να γυρνάει στο σπίτι του.
Και ένα κολλητήρι να τον ρωτά: Γιατί γύρισες μπαμπάκο, τους έκανες τίποτα και σε διώξανε απ' το νεκροταφείο;
Κι όλοι όσοι τον αγαπήσανε να φωνάζουν, σαν τα ναυτάκια στις πλώρες των καραβιών του Νικόλαου Χριστόπουλου όταν τους ρωτάει η γοργόνα αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος: Ζει, Ζει, Ζει! *Η Βάσια Καρκαγιάννη - Καραμπελιά είναι ιστορικός τέχνης.
Κάποτε παρακολουθούσαμε μαζί το μάθημα του καθηγητή Φιλολογίας Χρήστου Παπάζογλου, αλλά δεν θα το θυμάται..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου