Τελικά, η κυβέρνηση Σαμαρά υποχρεώθηκε
να συγκρουστεί μετωπικά με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, ενεργοποιώντας τους
κατασταλτικούς μηχανισμούς εναντίον της.
Με αφετηρία την εν ψυχρώ δολοφονία του αγωνιστή Παύλου Φύσσα, την κοινωνική κατακραυγή που ξέσπασε (μαζικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας), τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις (ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη είναι ακραία νεοφιλελεύθερη, αλλά διατηρεί την ενοχή του Ολοκαυτώματος…) και τις αντιπαραθέσεις μέσα στο ίδιο το κυβερνών κόμμα και το ευρύτερο αστικό μπλοκ, η Νέα Δημοκρατία και μεγάλα τμήματα του πολιτικού προσωπικού του κράτους επέλεξαν να προχωρήσουν στη δίωξη της Χ.Α., αφενός για να προστατεύσουν τη στοιχειώδη λειτουργία και αξιοπιστία του αστικού πολιτικού συστήματος (υπενθυμίζουμε ότι μπορεί να υπάρχει φασισμός στο κράτος, αλλά δεν έχουμε φασιστικό κράτος) και, αφετέρου, για να εμφανιστούν ως οι μοναδικοί εγγυητές της «δημοκρατικής ομαλότητας» και να αντλήσουν εκλογικά οφέλη από τη συρρίκνωση της Χ.Α.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις σκοπιμότητες και τον καιροσκοπισμό της κυβερνητικής επιλογής (αυτοί εξέθρεψαν με την αντιμεταναστευτική υστερία και τη μνημονιακή καταστροφή το ναζιστικό φαινόμενο, αυτοί το προστάτευσαν με τη συνδρομή της αστυνομίας στις φασιστικές επιθέσεις και τη δικαστική συγκάλυψη των περισσότερων από αυτές, οι ίδιοι χρησιμοποίησαν τη ρητορική των ναζιστών για «νόμο και τάξη» και «επανακατάληψη των πόλεων από τους μετανάστες») και ανεξάρτητα από την πορεία της δίωξης εναντίον της Χ.Α., πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών διαμορφώνουν νέες δυνατότητες για το αντιφασιστικό κίνημα, την Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Κι αυτό γιατί αποτελούν μια δικαίωση για τον Παύλο Φύσσα και τους Μπαμπακάρ Ντιάε και Σαχζάντ Λουκμάν που δολοφονήθηκαν πριν από αυτόν, γιατί μειώνουν δραστικά τους χώρους άσκησης της ναζιστικής προπαγάνδας και τρομοκρατίας, γιατί αποδεικνύουν σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας αυτά που υποστήριζε το κίνημα, ότι δηλαδή η Χ.Α. δρα με την ανοχή του κράτους και την υποστήριξη τμημάτων των κατασταλτικών μηχανισμών ως μια γνήσια παρακρατική οργάνωση, και γιατί, πάνω απ’ όλα, μας δίνει τη δυνατότητα να εντείνουμε την αντιφασιστική πάλη και να τη γειώσουμε στους χώρους δουλειάς, τα σχολεία, τις γειτονιές και τους δρόμους, απονομιμοποιώντας πλήρως τα ναζιστικά ιδεολογήματα και διαλύοντας οποιαδήποτε απόπειρα ανασυγκρότησης της Χ.Α. ή δημιουργίας διάδοχων σχημάτων. Προφανώς, η κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον θα χρησιμοποιήσει τη δίωξη κατά των ναζιστών στην επίθεσή της κατά του «άλλου άκρου», όμως δουλειά μας είναι να διαμορφώσουμε τους κατάλληλους συσχετισμούς για να αναχαιτίσουμε αυτή την επίθεση και όχι να ανησυχούμε για τη δίωξη των ναζιστών…
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν θα μείνουμε θεατές του «κρατικού αντιφασισμού», στηλιτεύοντάς τον απλώς ως ιδιοτελή, όψιμο και περιορισμένο (όντως, είναι όλα αυτά και πολλά άλλα), ή θα επιδιώξουμε στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής και όχι των αφηρημένων ιδεών, τόσο στην κεντρική σκηνή όσο και στους δρόμους, να ξεδιπλώσουμε το μαχητικό, κινηματικό και αποφασιστικό αντιφασισμό.
Αν θα οριοθετηθούμε απέναντι στο «μνημονιακό αντιφασισμό», το «συνταγματικό τόξο» και την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» (αν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε τις κλοτσιές του Παύλου με το μαχαίρι στην καρδιά του και την κρατική και φασιστική τρομοκρατία με τη λαϊκή αντιβία…), παίρνοντας την υπόθεση της διάλυσης των φασιστικών οργανώσεων στα χέρια μας.
Παρότι η στάση της ευρύτερης Αριστεράς όλη την προηγούμενη περίοδο δεν μας ικανοποιεί (πολιτικά διστακτική και με χαμηλά αγωνιστικά αντανακλαστικά), πιστεύουμε ότι το κίνημα μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη μάχη.
Με συγκεκριμένες αιχμές (π.χ., το αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα, που τα τελευταία χρόνια λειτουργεί σαν γραφεία της Χρυσής Αυγής, γιατί παραμένει ανέγγιχτο;), με συγκεκριμένες κινηματικές πρωτοβουλίες (π.χ., να μη μείνει ανοιχτό ούτε ένα ναζιστικό γραφείο ή στέκι σε όλη την Ελλάδα), με συγκεκριμένες μαζικές παρεμβάσεις (π.χ., στο Πέραμα και στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη), με την ενεργή συμμετοχή στις αντιφασιστικές πρωτοβουλίες και μέτωπα που λειτουργούν στο Λεκανοπέδιο και πολλές πόλεις της χώρας να διαλύσουμε τους φασίστες, να αποδείξουμε ότι το «δικό μας άκρο», των καταπιεσμένων και όσων αγωνίζονται για μια ζωή με αξιοπρέπεια, μπορεί να νικήσει.
ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΑΝΑΣΑ
ΚΑΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
(Κίνηση Αθήνας)
Με αφετηρία την εν ψυχρώ δολοφονία του αγωνιστή Παύλου Φύσσα, την κοινωνική κατακραυγή που ξέσπασε (μαζικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας), τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις (ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη είναι ακραία νεοφιλελεύθερη, αλλά διατηρεί την ενοχή του Ολοκαυτώματος…) και τις αντιπαραθέσεις μέσα στο ίδιο το κυβερνών κόμμα και το ευρύτερο αστικό μπλοκ, η Νέα Δημοκρατία και μεγάλα τμήματα του πολιτικού προσωπικού του κράτους επέλεξαν να προχωρήσουν στη δίωξη της Χ.Α., αφενός για να προστατεύσουν τη στοιχειώδη λειτουργία και αξιοπιστία του αστικού πολιτικού συστήματος (υπενθυμίζουμε ότι μπορεί να υπάρχει φασισμός στο κράτος, αλλά δεν έχουμε φασιστικό κράτος) και, αφετέρου, για να εμφανιστούν ως οι μοναδικοί εγγυητές της «δημοκρατικής ομαλότητας» και να αντλήσουν εκλογικά οφέλη από τη συρρίκνωση της Χ.Α.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις σκοπιμότητες και τον καιροσκοπισμό της κυβερνητικής επιλογής (αυτοί εξέθρεψαν με την αντιμεταναστευτική υστερία και τη μνημονιακή καταστροφή το ναζιστικό φαινόμενο, αυτοί το προστάτευσαν με τη συνδρομή της αστυνομίας στις φασιστικές επιθέσεις και τη δικαστική συγκάλυψη των περισσότερων από αυτές, οι ίδιοι χρησιμοποίησαν τη ρητορική των ναζιστών για «νόμο και τάξη» και «επανακατάληψη των πόλεων από τους μετανάστες») και ανεξάρτητα από την πορεία της δίωξης εναντίον της Χ.Α., πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών διαμορφώνουν νέες δυνατότητες για το αντιφασιστικό κίνημα, την Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Κι αυτό γιατί αποτελούν μια δικαίωση για τον Παύλο Φύσσα και τους Μπαμπακάρ Ντιάε και Σαχζάντ Λουκμάν που δολοφονήθηκαν πριν από αυτόν, γιατί μειώνουν δραστικά τους χώρους άσκησης της ναζιστικής προπαγάνδας και τρομοκρατίας, γιατί αποδεικνύουν σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας αυτά που υποστήριζε το κίνημα, ότι δηλαδή η Χ.Α. δρα με την ανοχή του κράτους και την υποστήριξη τμημάτων των κατασταλτικών μηχανισμών ως μια γνήσια παρακρατική οργάνωση, και γιατί, πάνω απ’ όλα, μας δίνει τη δυνατότητα να εντείνουμε την αντιφασιστική πάλη και να τη γειώσουμε στους χώρους δουλειάς, τα σχολεία, τις γειτονιές και τους δρόμους, απονομιμοποιώντας πλήρως τα ναζιστικά ιδεολογήματα και διαλύοντας οποιαδήποτε απόπειρα ανασυγκρότησης της Χ.Α. ή δημιουργίας διάδοχων σχημάτων. Προφανώς, η κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον θα χρησιμοποιήσει τη δίωξη κατά των ναζιστών στην επίθεσή της κατά του «άλλου άκρου», όμως δουλειά μας είναι να διαμορφώσουμε τους κατάλληλους συσχετισμούς για να αναχαιτίσουμε αυτή την επίθεση και όχι να ανησυχούμε για τη δίωξη των ναζιστών…
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν θα μείνουμε θεατές του «κρατικού αντιφασισμού», στηλιτεύοντάς τον απλώς ως ιδιοτελή, όψιμο και περιορισμένο (όντως, είναι όλα αυτά και πολλά άλλα), ή θα επιδιώξουμε στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής και όχι των αφηρημένων ιδεών, τόσο στην κεντρική σκηνή όσο και στους δρόμους, να ξεδιπλώσουμε το μαχητικό, κινηματικό και αποφασιστικό αντιφασισμό.
Αν θα οριοθετηθούμε απέναντι στο «μνημονιακό αντιφασισμό», το «συνταγματικό τόξο» και την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» (αν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε τις κλοτσιές του Παύλου με το μαχαίρι στην καρδιά του και την κρατική και φασιστική τρομοκρατία με τη λαϊκή αντιβία…), παίρνοντας την υπόθεση της διάλυσης των φασιστικών οργανώσεων στα χέρια μας.
Παρότι η στάση της ευρύτερης Αριστεράς όλη την προηγούμενη περίοδο δεν μας ικανοποιεί (πολιτικά διστακτική και με χαμηλά αγωνιστικά αντανακλαστικά), πιστεύουμε ότι το κίνημα μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη μάχη.
Με συγκεκριμένες αιχμές (π.χ., το αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα, που τα τελευταία χρόνια λειτουργεί σαν γραφεία της Χρυσής Αυγής, γιατί παραμένει ανέγγιχτο;), με συγκεκριμένες κινηματικές πρωτοβουλίες (π.χ., να μη μείνει ανοιχτό ούτε ένα ναζιστικό γραφείο ή στέκι σε όλη την Ελλάδα), με συγκεκριμένες μαζικές παρεμβάσεις (π.χ., στο Πέραμα και στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη), με την ενεργή συμμετοχή στις αντιφασιστικές πρωτοβουλίες και μέτωπα που λειτουργούν στο Λεκανοπέδιο και πολλές πόλεις της χώρας να διαλύσουμε τους φασίστες, να αποδείξουμε ότι το «δικό μας άκρο», των καταπιεσμένων και όσων αγωνίζονται για μια ζωή με αξιοπρέπεια, μπορεί να νικήσει.
ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΑΝΑΣΑ
ΚΑΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
(Κίνηση Αθήνας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου