Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Απογοήτευση και θλίψη στο Αιγάλεω για το θετικό δείγμα σε έλεγχο ντόπινγκ για τη Θεοδώρα Γιαρένη

Βόμβα έσκασε λίγες ώρες πριν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς δύο Έλληνες αθλητές βρέθηκαν θετικοί σε έλεγχο ντόπινγκ.
Το ένα από τα δύο θετικά δείγματα αφορά κολυμβήτρια, η οποία ήδη έχει αποχωρήσει από το Ολυμπιακό Χωριό και σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες είναι η Θεοδώρα Γιαρένη του Ολυμπιακού.
Μάλιστα η Ελληνίδα κολυμβήτρια, η οποία έπιασε το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στις αρχές του Ιουλίου, είχε βρεθεί ξανά θετική σε έλεγχο ντόπινγκ στις 5 Δεκεμβρίου του 2015 στη Θεσσαλονίκη, όμως τότε η ΚΟΕ είχε απαλλάξει την αθλήτρια και στην ανακοίνωσή της ανέφερε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση.
Έτσι, η Ομοσπονδία είναι έκθετη καθώς απέκρυψε την παράβαση της συγκεκριμένης αθλήτριας στους διεθνείς κανονισμούς ντόπινγκ.
Βέβαια απομένουν και τα αποτελέσματα του δεύτερου δείγματος από τον έλεγχο ντόπινγκ, ωστόσο σχεδόν πάντα το δεύτερο δείγμα επιβεβαιώνει το αρχικό.
Το σκεπτικό της ΚΟΕ για την απαλλαγή της Γιαρένη τον Δεκέμβρη του 2015
Το ΔΣ της ΚΟΕ συνεδρίασε στην υπ’ αριθμ. 44/29.2.2016 συνεδρίαση του, για να εξετάσει το υπ’ αρ. θέμα της Ημερησίας Διάταξης “Ακροαματική διαδικασία κολυμβήτριας ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗ”, που αφορά πειθαρχική διαδικασία περί παραβάσεως κανόναν ντόπινγκ κατά της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, του σωματείου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΦΠ, αρ. δελτίου αθλήτριας 107997, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του ΔΣ της ΚΟΕ με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, που ελήφθη στη συνεδρίαση του της 3/2/2016.
Κατόπιν προφορικής απολογίας της καθ’ ης αθλήτριας, εξέτασης των μαρτύρων, της απόφασης του ΕΣΚΑΝ, του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας και από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, το ΔΣ της ΚΟΕ επεφυλάχθη να αποφασίσει και αφού εξήτασε διεξοδικά όλα τα ως άνω κατά νεωτέρα συνεδρίασή του που έλαβε χώρα την 12.4.2016 (αριθ. Πρακτικού συνεδρίασης Δ.Σ 47) διασκέφθηκε και αφού σκέφθηκε κατά το νόμο και τους κανονισμούς ομοφώνως αποφάσισε τα εξής:
1. Επειδή, από την πιο πάνω διαδικασία και δη τις καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων (κολυμβητήριο, ΥΕΝ και ΒΕΝ), προέκυψαν ως πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τα εξής:
1.1. Η κολυμβήτρια Γιαρένη Θεοδώρα το Σάββατο 5/12/2015 βρισκότανε στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να λάβει μέρος στο τελικό των αγωνισμάτων 200μ. και 50μ. Ελεύθερο των αγώνων κολύμβησης με την επωνυμία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Λίγο πριν από την συμμετοχή της στο πρώτο από τα δύο αγωνίσματα περί της 18:00 ήταν στα αποδυτήρια φορώντας το αγωνιστικό μαγιό της κάνοντας ασκήσεις προθέρμανσης (δυναμική διάταση της μέσης) τραυματίστηκε νιώθοντας ένα οξύ διαπεραστικό πόνο που ξεκινούσε από τη μέση και συνέχιζε έως το δεξί πόδι. Στην συνέχεια τηλεφώνησε, χωρίς να καταστεί δυνατό να επικοινωνήσει, στην αδερφή της Αφροδίτη, επίσης κολυμβήτρια, που συμμετείχε και αυτή στους αγώνες και μετά στον πατέρα της Ηλία, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες. Ο πατέρας της μαζί με τον προπονητή της έσπευσαν εκεί και στη συνέχεια υποβασταζόμενη από αυτούς βγήκε στον προθάλαμο των αποδυτηρίων, όπου βρισκόταν ο ΒΕΝ κος Ανδρέας Κουρέλης Δρ. Βιολογίας στου οποίου την ερώτηση που απευθύνετο σε όλους, μήπως γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη, απάντησε η ίδια “εγώ είμαι”, στην συνέχεια ενημερώθηκε από αυτόν ότι έχει ορισθεί για έλεγχο ντόπινγκ. Η κολυμβήτρια συνοδευόμενη και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της μετέβη στο Σ.Ε.Ν. στο ιατρείο του κολυμβητηρίου. Στο Σ.Ε.Ν. η κολυμβήτρια υπέγραψε το πρωτόκολλο ελέγχου Ντόπινγκ που της έδωσε η ΥΕΝ κα Μαγδαληνή Καλλίντζη Ιατρός Γυναικολόγος, η οποία λόγω του ότι η κολυμβήτρια πονούσε αφόρητα και δεν μπορούσε να δώσει δείγμα, κάλεσε την Ιατρό των αγώνων κα Τρύφωνα Μαρία. Μετά από κλινική εξέταση, πραγματοποιώντας και Laseqke Test και στα δύο πόδια της, η Ιατρός των αγώνων γνωμάτευσε πως έπρεπε να διακομισθεί σε Νοσοκομείο, παρά την αντίθετη γνώμη της ΥΕΝ για ανακουφιστική θεραπεία με παυσίπονη ένεση. Πράγμα το οποίο και έγινε με καθυστέρηση περίπου 30΄ λόγω της αργοπορημένης άφιξης του ασθενοφόρου, με την μεταφορά της με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν, στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή νοσηλευτήριο σε καθεστώς γενικής εφημερίας. Η κολυμβήτρια παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω νοσηλευτήριο πραγματοποιώντας σειρά εξετάσεων μέχρι το απόγευμα της 8/12/15, ήτοι 3 ημέρες αργότερα, όταν και έλαβε εξιτήριο.
1.2. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι στην περίπτωση της πιο πάνω κολυμβήτριας δεν υπήρχε υπαίτια ήτοι δόλια ή αμελής συμπεριφορά εκ μέρους της για αποφυγή του ελέγχου, πόσο μάλλον σκοπιμότητά της περί αποφυγής υποβολής της σε αυτόν.
Και τούτο, διότι πρώτον, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά, η ασθένεια της αθλήτριας είχε ήδη ξεκινήσει και την κατέλαβε έντονος πόνος πριν την εκ μέρους της γνώση περί υποβολής της σε δειγματοληψία, ο δε ΒΕΝ ενημέρωσε ότι την αναζητά για έλεγχο ενώ η ίδια ήδη έβαινε προς ιατρική φροντίδα, υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τον προπονητή της, συνάντησε δε τον ΒΕΝ ήδη τελούσα σε αυτή την κατάσταση.
Δεύτερον, διότι αν πράγματι η κολυμβήτρια ήθελε και προσπαθούσε να αποφύγει σκόπιμα τον έλεγχο δεν θα απαντούσε «εγώ είμαι» στην ερώτηση του Β.Ε.Ν, που απευθύνετο προς όλους, σχετικά με το αν γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη.
Τρίτον, η κολυμβήτρια μεταφέρθηκε στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο εν γνώσει της ομάδας ελέγχου, αλλά και της ιατρού αγώνων, και μάλιστα κατά σύσταση της τελευταίας και όχι αυτόβουλα, σύμφωνα με την γνωμάτευση της Ιατρού των Αγώνων, μετά από κλινική εξέταση που διενήργησε η ίδια στην κολυμβήτρια στο Σ.Ε.Ν. Συνεπώς, η διακομιδή της στο νοσοκομείο έλαβε χώρα με απόφαση του αρμόδιου και υπεύθυνου ιατρού, η σύσταση της οποίας εκ φύσεως της αίρει οποιαδήποτε υπαιτιότητα περί εκ μέρους της ασθενούς αθλήτριας μη υποβολής της σε δειγματοληψία.
Τέταρτον, διότι η αθλήτρια ναι μεν διακομίστηκε στο νοσοκομείο χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν., αλλά ούτε αυτό ήταν αποτέλεσμα δικής της υπαίτιας συμπεριφοράς, προσπάθειας, ενέργειας, αντίθεσης ή βούλησης. Ανεξαρτήτως, ότι τούτο συνιστά εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων μη τήρηση της παραγράφου 5.4.4 του Άρθρου 5.4. “Απαιτήσεις για την κλήση των αθλητών” του Διεθνούς Προτύπου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ στον οποίο αναφέρεται: “εφ’ όσον ο αθλητής παρουσιαστεί στο σταθμό ελέγχου ντόπινγκ και ζητήσει να φύγει προσωρινά μετά την άφιξη, ο ΥΕΝ το επιτρέπει με την συνεχή παρακολούθηση του συνοδού, σ’ όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης, εάν η καθυστέρηση έχει να κάνει με τις παρακάτω αιτίες:… δ) Συμμετοχή απαραίτητης ιατρικής βοήθειας, ε) Λήψη απαραίτητης ιατρικής βοήθειας.”, καθώς η μη συνοδεία της αθλήτριας οφείλεται σε παράλειψη των ελεγκτικών οργάνων και όχι σε ενέργεια της ίδιας (καθώς εξάλλου η ίδια εν γνώσει τους και ενώπιον τους και με τη σύσταση της ιατρού αγώνων και υποβασταζόμενη και ανίκανη να μετακινηθεί η ίδια, δεν αποχώρησε απλώς από το κολυμβητήριο αυτόβουλα ή λάθρα, αλλά μπήκε σε ασθενοφόρο το οποίο μάλιστα ανέμενε επί το ικανότατο για να αποφασίσουν τα όργανα να τη συνοδεύσουν, χρονικό διάστημα των 30 λεπτών) μη τήρηση που οφείλεται προφανώς σε έλλειψη του αναγκαίου προσωπικού δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ, όπως αυτό ορίζεται από άρθρο 7 παρ. 2 της Υ.Α 19514/2005 (ΦΕΚ B648/16-5-2015) περί των διαδικασιών του ελέγχου ντόπινγκ, κατά το οποίο «η ομάδα δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ απαρτίζεται από τον επικεφαλής Υπεύθυνο Ελέγχου Ντόπινγκ και κατ’ ελάχιστο δύο δειγματολήπτες, από τους οποίους ο ένας είναι υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση, συνοδεία και επίβλεψη του αθλητή και σε περίπτωση δειγματοληψίας ούρων, ο άλλος εκτελεί χρέη μάρτυρα κατά τη διενέργεια αυτής», αφού όπως αποδείχθηκε η ομάδα δειγματοληψίας, που θα διενεργούσε τον έλεγχο ντόπινγκ στους πιο πάνω Κολυμβητικούς Αγώνες, αποτελείτο από δύο μόνο άτομα, την ΥΕΝ κα Καλλίντζη Μαγδαληνή και τον Β.Ε.Ν κο Ανδρέα Κουρέλη, ήταν δε ελλιπής και τελούσα σε μη νόμιμη σύνθεση (2 άτομα αντί τουλάχιστον 3 που η πιο πάνω Υ.Α. προβλέπει), με αποτέλεσμα εκτός του συναφούς προβλήματος περί της νομιμότητας του ελέγχου, να μην είναι και στην πράξη δυνατό να συνοδευθεί η πιο πάνω κολυμβήτρια από τον Β.Ε.Ν., σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνει την πλήρη ανυπαιτιότητα της αθλήτριας για την εκ μέρους της ασυνόδευτη διακομιδή στο νοσοκομείο. Εξάλλου, τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την ΥΕΝ στην κατάθεσή της στη συνεδρίαση 23/12/2015 και ώρα 15:00 του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΣΚΑΝ, η οποία πραγματοποιήθηκε με βίντεο κλήση (SKYPE), απαντώντας σε ερώτηση του κου Καλούδη Γεωργίου (μέλους του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ) εάν της ζητήθηκε από την κολυμβήτρια να την ακολουθήσουν απάντησε: “Όχι δεν μου ζητήθηκε αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν εφικτό” (11ο Πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ). Σημειωτέον ότι αυτό δεν ερείδεται σε βούληση του αθλητή, αλλά είναι υποχρέωση των ατόμων (ΥΕΝ, ΒΕΝ) που διενεργούν τον έλεγχο.
Όσον αφορά δε το γεγονός, που η ΥΕΝ αναφέρει τόσο στην έκθεση αναφοράς ελέγχου ντόπινγκ της 5/12/2015 όσο και στην ανωτέρω κατάθεση στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, περί του ότι είχε αντίθετη γνώμη για την μεταφορά της κολυμβήτριας και πρότεινε θεραπευτική αγωγή με την χορήγηση παυσίπονης ένεσης, συνιστά επίσης παράβαση του Διεθνούς Προτύπου Ελέγχου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ, διότι αυτή, παρ’ ότι Ιατρός (Γυναικολόγος), είναι αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνη για την διεξαγωγή του ελέγχου Ντόπινγκ και όχι για να διαπίστωνε την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού ή να προβεί σε θεραπευτική αγωγή, (δικαίωμα που δίνεται από τον ως άνω κώδικα μόνο στον ΥΕΝ Ιατρό στους αγώνες της UEFA, όπου αυτός διαπιστώνει την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού και κατά συνέπεια την απαλλαγή του αθλητή από τον έλεγχο Ντόπινγκ ή όχι), με αποτέλεσμα η μη αρμοδίως ούτως ή άλλως εκφερόμενη γνώμη της ΥΕΝ να μην επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης στην ιατρό αγώνων πόσο μάλλον στην ασθενή –και ευλόγως καθοδηγούμενη από τις ιατρικές συστάσεις του αρμοδίου ιατρού, ήτοι της ιατρού αγώνων- αθλήτρια και προφανώς να μην δύναται η συμμόρφωση της αθλήτριας με τη σύσταση της ιατρού αγώνων, να συγκροτήσει εκ μέρους της και αντικειμενικώς μη συμμόρφωση με την υποβολή σε δειγματοληψία, σε καμία δε περίπτωση υπαίτια μη συμμόρφωση. Συνεπώς, το ως άνω γεγονός, δεν είναι δυνατό να άρει τις ανωτέρω διαπιστώσεις περί ανυπαιτιότητας της αθλήτριας ως προς τη μη εκ μέρους της υποβολή σε δειγματοληψία, καθώς αφενός ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της ΥΕΝ των ισχύοντων κανόνων αντιντόπινγκ, αφετέρου αφορά αντίθετη ιατρική γνώμη μεταξύ ΥΕΝ και ιατρού αγώνων και όχι αντίθετη άποψη ή βούληση ή ενέργεια της ίδιας της αθλήτριας, η οποία σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως ποια ιατρική γνώμη ήταν ορθή και ιδίως, επιπλέον του ότι η ΥΕΝ δεν είχε κατά νόμο αρμοδιότητα για διατύπωση τέτοιας γνώμης πόσο μάλλον με δεσμευτικό εις βάρος της αθλήτριας χαρακτήρα, συμμορφώθηκε με επείγουσα και αυστηρή ιατρική σύσταση και δεν ενήργησε με ίδια πρωτοβουλία, και μάλιστα στα πλαίσια μιας αντικειμενικώς αγχωτικής και επίπονης για την ίδια κατάστασης ασθενείας και οξύτατου πόνου της. Πέραν τούτου, εξάλλου, ο έλεγχος της κολυμβήτριας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν μετά το τέλος της δειγματοληψίας στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η ομάδα ελέγχου του ΕΣΚΑΝ, που γνώριζε σε ποιο νοσοκομείο διακομίσθηκε αυτή -καθώς η ίδια εξάλλου ήλθε και σε επικοινωνία την 7/12/2015 ήτοι την μεθεπόμενη μόλις ημέρα με το μέλος του ΕΣΚΑΝ κ. Αλέξανδρο Αδαμίδη όταν ο ΙΔΙΟΣ την επισκέφθη στο Νοσοκομείο και διεπίστωσε ότι όντως η αθλήτρια ενοσηλεύετο ακόμη σ’ αυτό (παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι ΚΑΙ την 8/12/2015), δηλαδή ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο και τον ενημέρωσε για την κατάστασή της επιβεβαιώνοντας τη δεκτικότητα της για έλεγχο και τη μη εκ μέρους της αποφυγή επαφής με τα αρμόδια όργανα, όπως προκύπτει και από την διαβεβαίωση της δικηγόρου της αθλήτριας και αδελφής της Αναστασίας Γιαρένη, ενώπιον του Δ.Σ της ΚΟΕ και η οποία είχε και σχετική συνομιλία εντός του Νοσοκομείου με το ως άνω μέλος του ΕΣΚΑΝ, μετέβαινε σ’ αυτό και διενεργούσε τον έλεγχο, καθώς εξάλλου η αθλήτρια δεν εξαφανίστηκε μετά τη διακομιδή της σε αυτό, αλλά παρέμεινε κλινήρης 3 ολόκληρες ημέρες. Σε κάθε μάλιστα περίπτωση, χωρίς να επηρεάζονται οι ως άνω σκέψεις από την τυχόν εκ των υστέρων διάγνωση περί της υγείας της αθλήτριας, καθώς το επαρκές και αναγκαίο στοιχείο για την εκ μέρους της ανυπαιτιότητα, ανάγεται στο σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητο στοιχείο του κατά τον κρίσιμο χρόνο (προ και μετά της γνώσεως του ελέγχου) πόνου της, ανεξαρτήτως αν αυτός τελικά αφορούσε σοβαρή και έχουσα διάρκεια ή μη ασθένεια και την ταυτότητα της τελευταίας (είναι εξάλλου συχνό σε μια αθλήτρια λίγο πριν τους αγώνες της να εμφανίζονται οξείς πόνοι, χωρίς αναγωγή σε κάποια ιδιαίτερη ασθένεια, αλλά λόγω περιστασιακών γυναικολογικών/ορθοπεδικών προβλημάτων ή νευρικών εκ του άγχους πρόσκαιρων διαταραχών), από τις εξετάσεις που διενήργησε στο ως άνω δημόσιο νοσηλευτήριο και τις γνωματεύσεις των αρμοδίων εκεί ιατρών, η αθλήτρια διαγνώσθηκε ότι όντως τελικά έπασχε από «Οσφυαλγία σημαντικά επιδεινούμενη» (όπως φαίνεται και από σωρεία ιατρικών βεβαιώσεων του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί της πιστότητας και της αλήθειας των όσων η ίδια επικαλέστηκε.
2.1. Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό Ντόπινγκ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κολύμβησης – FINA (FINA DOPING CONTROL RULES), ως ισχύει εγκεκριμένος από τη Γενική Συνέλευση της FINA της 29- 11-2014, και δη τον Κανόνα 2.3. περί μη εμφάνισης του αθλητή σε συλλογή δείγματος (DC 2.3 Evading, Refusing or Failing to Submit to Sample Collection), συνιστά αντικειμενική παράβαση ντόπινγκ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΑΝΕΥ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑ του αθλητή από τον έλεγχο, συνεπώς όταν η απουσία είναι δικαιολογημένη απουσία δεν αποτελεί τέτοια παράβαση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω Κανόνων, η αποφυγή του ελέγχου προαπαιτεί σκόπιμη προς τούτο συμπεριφορά του ελεγχόμενου αθλητή ή δε αποτυχία υποβολής δείγματος προς έλεγχο, αρκείται σε αμελή συμπεριφορά, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστά παράβαση και συνεπώς πειθαρχικό αδίκημα, η αδυναμία παρουσίας σε έλεγχο όταν αποδίδεται σε αντικειμενικές συνθήκες που συγκροτούν ανωτέρα βία (“Evading Sample collection, or without compelling justification, refusing or failing to submit to Sample collection after notification as authorized in these Anti-Doping Rules or other applicable antidoping rules. [Comment to DC 2.3: For example, it would be an anti-doping rule violation of “evading Sample collection” if it were established that an Athlete was deliberately avoiding a Doping Control official to evade notification or Testing. A violation of “failing to submit to Sample collection” may be based on either intentional or negligent conduct of the Athlete, while ‘‘evading” or “refusing” Sample collection contemplates intentional conduct by the Athlete.] “.).
2.2. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη ενσωμάτωσε αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη του Παγκόσμιου Κώδικα Αντιντόπινγκ της WADA, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ο οποίος στο αρ. 2.3. αναφέρει ότι: «Η αποφυγή ∆ειγματοληψίας, ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε ∆ειγματοληψία χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. [Σχόλιο για το Άρθρο 2.3: Παραδείγματος χάρη, θα αποτελούσε παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ του τύπου «αποφυγής ∆ειγματοληψίας» εάν στοιχειοθετηθεί ότι ένας Αθλητής απέφυγε εσκεμμένα τον υπεύθυνο του Ελέγχου Ντόπινγκ προκειμένου να αποφύγει τη σχετική ειδοποίηση ή τον Έλεγχο. Η παράβαση τύπου «μη υποβολής σε ∆ειγματοληψία» δύναται να στηρίζεται είτε σε εσκεμμένη είτε σε αμελή συμπεριφορά του Αθλητή, ενώ η «αποφυγή» ή η «άρνηση» υποβολής σε δειγματοληψία ενέχει εσκεμμένη συμπεριφορά του Αθλητή.]”.
2.3. Ομοίως, κατά το αρ. 2 του Ν. 3956/2012 (ΦΕΚ Β΄ 343/17.02.2012 “Αναγκαία μέτρα και διαδικασίες, μηχανισμοί και συστήματα που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση κατά της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό (Παρίσι 19/10/2005) και αναγκαίες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της.”), που αναφέρει τις “Παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Το ντόπινγκ θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2.1. έως 2.8. της παρούσας.”. Συνεπώς, οι οριζόμενες στο ως άνω άρθρο παραβάσεις αναφέρονται περιοριστικά και αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά, επομένως πρέπει να πληροίται στο σύνολο της η αντικειμενική υπόσταση εκάστης οριζόμενης στο άρθρο αυτό, περίπτωσης παράβασης, προκειμένου να καταγνωσθεί τέλεση της. Κατά την παρ. 2.3. της ως άνω διάταξης “Αρνηση υποβολής σε έλεγχο ντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Η άρνηση ή η αποφυγή του αθλητή, χωρίς την επίκληση σοβαρού λόγου, να υποβληθεί σε λήψη δείγματος μετά από ειδοποίηση, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στους κανόνες αντιντόπινγκ της παρούσας απόφασης, ή η με άλλο τρόπο αποφυγή λήψης δείγματος, συνιστά παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ. Δηλαδή, προβλέπεται ότι παράβαση συνιστά μεταξύ άλλων και η αποφυγή δειγματοληψίας ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε δειγματοληψία, χωρίς όμως επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. Συνεπώς, και κατά την ανωτέρω εθνική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας, δεν νοείται παράβαση δια μη υποβολής σε δειγματοληψία, όταν υφίσταται επαρκής και αντικειμενική δικαιολόγηση, πόσο μάλλον όταν από το σύνολο των περιβάλλοντων την υπόθεση περιστατικών, προκύπτει η συνδρομή κατάστασης ανωτέρας βίας. Παρότι δε, η ως άνω διάταξη, προ της αναμενόμενης στο παρόν τροποποίησής της προς σχετική προσαρμογή με τον Παγκόσμιο Κώδικα της WADA, δεν αναφέρεται σε μη υποβολή σε δειγματοληψία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και αυτό το είδος παράβασης προϋποθέτει την έλλειψη επαρκούς δικαιολογίας και αποκλείεται σε περίπτωση μη υπαιτιότητας του αθλητή, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, συνεπώς ουδεμία διαφοροποίηση εν προκειμένω επέρχεται λόγω της διάστασης του ισχύοντος κατά το παρόν νόμου με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντιντόπινγκ.
2.4. Σημειωτέον, ότι κατά παγία αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία συνιστά ένα γεγονός αντικειμενικά απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να τελέσει το καθήκον που του επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1697/2013, 239/2003, 2189/2002, 2840/2000, ΟλΣτΕ 2097/1979, ΟλΣτΕ 361/1992), ενώ γεγονός θα πρέπει εκτός από απρόβλεπτο να είναι και τέτοιας βαρύτητας, ώστε να καθιστά πλήρως αδύνατη την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται. Συνεπώς, η ανωτέρα βία αποκλείει οποιοδήποτε βουλητικό στοιχείο από τη συμπεριφορά του πειθαρχικώς ελεγχόμενου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται όχι μόνο δόλος αλλά ούτε αμέλεια, συνεπώς καμία μορφή υπαιτιότητας, η οποία όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω συνιστά προϋπόθεση για την κατάγνωση τέλεσης παράβασης αντιντόπινγκ, ιδίως δε υπό τη μορφή μη υποβολής σε δειγματοληψία.
2.5 Επειδή, συνεπεία των ανωτέρω υπό 1.1-1.2 αναφερομένων, η αθλήτρια ουδεμία υπαιτιότητα είχε για την μη υποβολή σε δειγματοληψία, η δε αιφνίδια ασθένεια της με τη συνδρομή έντονου πόνου και σε συνδυασμό με τη σύσταση ιατρού αγώνων, συγκροτούν κατάσταση ανωτέρας βίας, καθώς ούτε η αθλήτρια μπορούσε να προβλέψει ότι θα ασθενήσει, η δε ασθένεια της προηγήθηκε της εμφάνισης του Β.Ε.Ν., ούτε μπορούσε δεδομένης της κατάστασής της να πράξει διαφορετικά και να μην μεταβεί σε νοσηλευτήριο, παρακούοντας τη σύσταση της μόνης αρμοδίας ιατρού και ενώ τελούσε σε συνθήκες έντονης σωματικής καταπόνησης, φόρτισης και πόνου. Εξάλλου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια να κρυφτεί από τα όργανα ελέγχου, δεν απέκρυψε την ταυτότητά της όταν την αναζητούσαν, εμφανίστηκε και τα ίδια τα όργανα ιδίοις όμμασι συνειδητοποίησαν την κατάσταση ασθενείας και πόνου της ΥΠΕΓΡΑΨΕ το πρωτόκολλο ελέγχου ντόπινγκ, δεν έφυγε κρυφά από το κολυμβητήριο, αλλά υποβασταζόμενη, ενώπιον όλων, με σύσταση της αρμοδίας ιατρού, με ασθενοφόρο και κατόπιν ημίωρης τουλάχιστον αναμονής, εν γνώσει όλων και εμφανώς προς κάθε ελεγκτικό όργανο, μετέβη σε γνωστό στα ελεγκτικά όργανα τόπο και δη το μόνο εφημερεύον νοσοκομείο, τα δε όργανα δεν τη συνόδευσαν λόγω δικής τους παράλειψης και όχι ίδιας άρνησής της (η ίδια εξάλλου ήταν ανίκανη λόγω πόνου να πράξει ή να αρνηθεί οτιδήποτε) παρότι βίωναν επί αρκετό χρόνο την αναμονή της για μετάβαση σε νοσοκομείο, παρέμεινε δε στον ίδιο τόπο, στο νοσηλευτήριο, επί 3 ημέρες χωρίς κανείς να την ελέγξει, ενώ ήταν διαθέσιμη.
Δεν μπορεί, συνεπώς, βάσει όλων των ως άνω γεγονότων, όχι απλώς η συμπεριφορά της αθλήτριας να νοηθεί ότι συγκροτεί την έννοια της άρνησης ή της αποφυγής ελέγχου, αλλά ούτε εκ μέρους της αθλήτρια υπαιτιότητα ούτε υπό τη μορφή του δόλου ούτε της αμέλειας, για τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία, η ίδια δε ούτε προέβη σε καμία ενέργεια ούτε τέλεσε καμία παράλειψη σχετικά με την ως άνω μη υποβολή της, η δε ευθύνη για τη μη διενέργεια του ελέγχου αφορά τα ελεγκτικά όργανα αποκλειστικά, σε κάθε δε περίπτωση ειδικώς για την αθλήτρια η όλη κατάσταση, υπό τη μορφή του αντικειμενικώς απρόβλεπτου σοβαρού παρακωλυτικού εις βάρος της γεγονότος της ασθένειας, ήτοι ανωτέρας βίας, απέκλειε τουλάχιστον κάθε εκ μέρους της γνωστικό και βουλητικό στοιχείο, ήτοι κάθε είδος έστω και αμέλειας ως προς τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Το ΔΣ της ΚΟΕ ομόφωνα αποφασίζει την πλήρη απαλλαγή της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, από κάθε πειθαρχική κατηγορία σε σχέση με την εκ μέρους της εξέταση περί τέλεσης παράβασης ντόπινγκ στον έλεγχο που διενεργήθηκε την 5-12-2015 στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο Θεσσαλονίκης, ως όλως ανυπαίτιας ως προς την μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
- See more at: http://www.newsone.gr/athlitika/1122415-auti-inai-i-ellinida-athlitria-pou-vrethike-ntope#sthash.LWPy29Bf.dpuf
Βόμβα έσκασε λίγες ώρες πριν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς δύο Έλληνες αθλητές βρέθηκαν θετικοί σε έλεγχο ντόπινγκ.
Το ένα από τα δύο θετικά δείγματα αφορά κολυμβήτρια, η οποία ήδη έχει αποχωρήσει από το Ολυμπιακό Χωριό και σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες είναι η Θεοδώρα Γιαρένη του Ολυμπιακού.
Μάλιστα η Ελληνίδα κολυμβήτρια, η οποία έπιασε το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στις αρχές του Ιουλίου, είχε βρεθεί ξανά θετική σε έλεγχο ντόπινγκ στις 5 Δεκεμβρίου του 2015 στη Θεσσαλονίκη, όμως τότε η ΚΟΕ είχε απαλλάξει την αθλήτρια και στην ανακοίνωσή της ανέφερε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση.
Έτσι, η Ομοσπονδία είναι έκθετη καθώς απέκρυψε την παράβαση της συγκεκριμένης αθλήτριας στους διεθνείς κανονισμούς ντόπινγκ.
Βέβαια απομένουν και τα αποτελέσματα του δεύτερου δείγματος από τον έλεγχο ντόπινγκ, ωστόσο σχεδόν πάντα το δεύτερο δείγμα επιβεβαιώνει το αρχικό.
Το σκεπτικό της ΚΟΕ για την απαλλαγή της Γιαρένη τον Δεκέμβρη του 2015
Το ΔΣ της ΚΟΕ συνεδρίασε στην υπ’ αριθμ. 44/29.2.2016 συνεδρίαση του, για να εξετάσει το υπ’ αρ. θέμα της Ημερησίας Διάταξης “Ακροαματική διαδικασία κολυμβήτριας ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗ”, που αφορά πειθαρχική διαδικασία περί παραβάσεως κανόναν ντόπινγκ κατά της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, του σωματείου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΦΠ, αρ. δελτίου αθλήτριας 107997, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του ΔΣ της ΚΟΕ με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, που ελήφθη στη συνεδρίαση του της 3/2/2016.
Κατόπιν προφορικής απολογίας της καθ’ ης αθλήτριας, εξέτασης των μαρτύρων, της απόφασης του ΕΣΚΑΝ, του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας και από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, το ΔΣ της ΚΟΕ επεφυλάχθη να αποφασίσει και αφού εξήτασε διεξοδικά όλα τα ως άνω κατά νεωτέρα συνεδρίασή του που έλαβε χώρα την 12.4.2016 (αριθ. Πρακτικού συνεδρίασης Δ.Σ 47) διασκέφθηκε και αφού σκέφθηκε κατά το νόμο και τους κανονισμούς ομοφώνως αποφάσισε τα εξής:
1. Επειδή, από την πιο πάνω διαδικασία και δη τις καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων (κολυμβητήριο, ΥΕΝ και ΒΕΝ), προέκυψαν ως πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τα εξής:
1.1. Η κολυμβήτρια Γιαρένη Θεοδώρα το Σάββατο 5/12/2015 βρισκότανε στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να λάβει μέρος στο τελικό των αγωνισμάτων 200μ. και 50μ. Ελεύθερο των αγώνων κολύμβησης με την επωνυμία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Λίγο πριν από την συμμετοχή της στο πρώτο από τα δύο αγωνίσματα περί της 18:00 ήταν στα αποδυτήρια φορώντας το αγωνιστικό μαγιό της κάνοντας ασκήσεις προθέρμανσης (δυναμική διάταση της μέσης) τραυματίστηκε νιώθοντας ένα οξύ διαπεραστικό πόνο που ξεκινούσε από τη μέση και συνέχιζε έως το δεξί πόδι. Στην συνέχεια τηλεφώνησε, χωρίς να καταστεί δυνατό να επικοινωνήσει, στην αδερφή της Αφροδίτη, επίσης κολυμβήτρια, που συμμετείχε και αυτή στους αγώνες και μετά στον πατέρα της Ηλία, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες. Ο πατέρας της μαζί με τον προπονητή της έσπευσαν εκεί και στη συνέχεια υποβασταζόμενη από αυτούς βγήκε στον προθάλαμο των αποδυτηρίων, όπου βρισκόταν ο ΒΕΝ κος Ανδρέας Κουρέλης Δρ. Βιολογίας στου οποίου την ερώτηση που απευθύνετο σε όλους, μήπως γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη, απάντησε η ίδια “εγώ είμαι”, στην συνέχεια ενημερώθηκε από αυτόν ότι έχει ορισθεί για έλεγχο ντόπινγκ. Η κολυμβήτρια συνοδευόμενη και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της μετέβη στο Σ.Ε.Ν. στο ιατρείο του κολυμβητηρίου. Στο Σ.Ε.Ν. η κολυμβήτρια υπέγραψε το πρωτόκολλο ελέγχου Ντόπινγκ που της έδωσε η ΥΕΝ κα Μαγδαληνή Καλλίντζη Ιατρός Γυναικολόγος, η οποία λόγω του ότι η κολυμβήτρια πονούσε αφόρητα και δεν μπορούσε να δώσει δείγμα, κάλεσε την Ιατρό των αγώνων κα Τρύφωνα Μαρία. Μετά από κλινική εξέταση, πραγματοποιώντας και Laseqke Test και στα δύο πόδια της, η Ιατρός των αγώνων γνωμάτευσε πως έπρεπε να διακομισθεί σε Νοσοκομείο, παρά την αντίθετη γνώμη της ΥΕΝ για ανακουφιστική θεραπεία με παυσίπονη ένεση. Πράγμα το οποίο και έγινε με καθυστέρηση περίπου 30΄ λόγω της αργοπορημένης άφιξης του ασθενοφόρου, με την μεταφορά της με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν, στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή νοσηλευτήριο σε καθεστώς γενικής εφημερίας. Η κολυμβήτρια παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω νοσηλευτήριο πραγματοποιώντας σειρά εξετάσεων μέχρι το απόγευμα της 8/12/15, ήτοι 3 ημέρες αργότερα, όταν και έλαβε εξιτήριο.
1.2. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι στην περίπτωση της πιο πάνω κολυμβήτριας δεν υπήρχε υπαίτια ήτοι δόλια ή αμελής συμπεριφορά εκ μέρους της για αποφυγή του ελέγχου, πόσο μάλλον σκοπιμότητά της περί αποφυγής υποβολής της σε αυτόν.
Και τούτο, διότι πρώτον, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά, η ασθένεια της αθλήτριας είχε ήδη ξεκινήσει και την κατέλαβε έντονος πόνος πριν την εκ μέρους της γνώση περί υποβολής της σε δειγματοληψία, ο δε ΒΕΝ ενημέρωσε ότι την αναζητά για έλεγχο ενώ η ίδια ήδη έβαινε προς ιατρική φροντίδα, υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τον προπονητή της, συνάντησε δε τον ΒΕΝ ήδη τελούσα σε αυτή την κατάσταση.
Δεύτερον, διότι αν πράγματι η κολυμβήτρια ήθελε και προσπαθούσε να αποφύγει σκόπιμα τον έλεγχο δεν θα απαντούσε «εγώ είμαι» στην ερώτηση του Β.Ε.Ν, που απευθύνετο προς όλους, σχετικά με το αν γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη.
Τρίτον, η κολυμβήτρια μεταφέρθηκε στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο εν γνώσει της ομάδας ελέγχου, αλλά και της ιατρού αγώνων, και μάλιστα κατά σύσταση της τελευταίας και όχι αυτόβουλα, σύμφωνα με την γνωμάτευση της Ιατρού των Αγώνων, μετά από κλινική εξέταση που διενήργησε η ίδια στην κολυμβήτρια στο Σ.Ε.Ν. Συνεπώς, η διακομιδή της στο νοσοκομείο έλαβε χώρα με απόφαση του αρμόδιου και υπεύθυνου ιατρού, η σύσταση της οποίας εκ φύσεως της αίρει οποιαδήποτε υπαιτιότητα περί εκ μέρους της ασθενούς αθλήτριας μη υποβολής της σε δειγματοληψία.
Τέταρτον, διότι η αθλήτρια ναι μεν διακομίστηκε στο νοσοκομείο χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν., αλλά ούτε αυτό ήταν αποτέλεσμα δικής της υπαίτιας συμπεριφοράς, προσπάθειας, ενέργειας, αντίθεσης ή βούλησης. Ανεξαρτήτως, ότι τούτο συνιστά εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων μη τήρηση της παραγράφου 5.4.4 του Άρθρου 5.4. “Απαιτήσεις για την κλήση των αθλητών” του Διεθνούς Προτύπου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ στον οποίο αναφέρεται: “εφ’ όσον ο αθλητής παρουσιαστεί στο σταθμό ελέγχου ντόπινγκ και ζητήσει να φύγει προσωρινά μετά την άφιξη, ο ΥΕΝ το επιτρέπει με την συνεχή παρακολούθηση του συνοδού, σ’ όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης, εάν η καθυστέρηση έχει να κάνει με τις παρακάτω αιτίες:… δ) Συμμετοχή απαραίτητης ιατρικής βοήθειας, ε) Λήψη απαραίτητης ιατρικής βοήθειας.”, καθώς η μη συνοδεία της αθλήτριας οφείλεται σε παράλειψη των ελεγκτικών οργάνων και όχι σε ενέργεια της ίδιας (καθώς εξάλλου η ίδια εν γνώσει τους και ενώπιον τους και με τη σύσταση της ιατρού αγώνων και υποβασταζόμενη και ανίκανη να μετακινηθεί η ίδια, δεν αποχώρησε απλώς από το κολυμβητήριο αυτόβουλα ή λάθρα, αλλά μπήκε σε ασθενοφόρο το οποίο μάλιστα ανέμενε επί το ικανότατο για να αποφασίσουν τα όργανα να τη συνοδεύσουν, χρονικό διάστημα των 30 λεπτών) μη τήρηση που οφείλεται προφανώς σε έλλειψη του αναγκαίου προσωπικού δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ, όπως αυτό ορίζεται από άρθρο 7 παρ. 2 της Υ.Α 19514/2005 (ΦΕΚ B648/16-5-2015) περί των διαδικασιών του ελέγχου ντόπινγκ, κατά το οποίο «η ομάδα δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ απαρτίζεται από τον επικεφαλής Υπεύθυνο Ελέγχου Ντόπινγκ και κατ’ ελάχιστο δύο δειγματολήπτες, από τους οποίους ο ένας είναι υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση, συνοδεία και επίβλεψη του αθλητή και σε περίπτωση δειγματοληψίας ούρων, ο άλλος εκτελεί χρέη μάρτυρα κατά τη διενέργεια αυτής», αφού όπως αποδείχθηκε η ομάδα δειγματοληψίας, που θα διενεργούσε τον έλεγχο ντόπινγκ στους πιο πάνω Κολυμβητικούς Αγώνες, αποτελείτο από δύο μόνο άτομα, την ΥΕΝ κα Καλλίντζη Μαγδαληνή και τον Β.Ε.Ν κο Ανδρέα Κουρέλη, ήταν δε ελλιπής και τελούσα σε μη νόμιμη σύνθεση (2 άτομα αντί τουλάχιστον 3 που η πιο πάνω Υ.Α. προβλέπει), με αποτέλεσμα εκτός του συναφούς προβλήματος περί της νομιμότητας του ελέγχου, να μην είναι και στην πράξη δυνατό να συνοδευθεί η πιο πάνω κολυμβήτρια από τον Β.Ε.Ν., σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνει την πλήρη ανυπαιτιότητα της αθλήτριας για την εκ μέρους της ασυνόδευτη διακομιδή στο νοσοκομείο. Εξάλλου, τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την ΥΕΝ στην κατάθεσή της στη συνεδρίαση 23/12/2015 και ώρα 15:00 του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΣΚΑΝ, η οποία πραγματοποιήθηκε με βίντεο κλήση (SKYPE), απαντώντας σε ερώτηση του κου Καλούδη Γεωργίου (μέλους του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ) εάν της ζητήθηκε από την κολυμβήτρια να την ακολουθήσουν απάντησε: “Όχι δεν μου ζητήθηκε αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν εφικτό” (11ο Πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ). Σημειωτέον ότι αυτό δεν ερείδεται σε βούληση του αθλητή, αλλά είναι υποχρέωση των ατόμων (ΥΕΝ, ΒΕΝ) που διενεργούν τον έλεγχο.
Όσον αφορά δε το γεγονός, που η ΥΕΝ αναφέρει τόσο στην έκθεση αναφοράς ελέγχου ντόπινγκ της 5/12/2015 όσο και στην ανωτέρω κατάθεση στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, περί του ότι είχε αντίθετη γνώμη για την μεταφορά της κολυμβήτριας και πρότεινε θεραπευτική αγωγή με την χορήγηση παυσίπονης ένεσης, συνιστά επίσης παράβαση του Διεθνούς Προτύπου Ελέγχου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ, διότι αυτή, παρ’ ότι Ιατρός (Γυναικολόγος), είναι αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνη για την διεξαγωγή του ελέγχου Ντόπινγκ και όχι για να διαπίστωνε την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού ή να προβεί σε θεραπευτική αγωγή, (δικαίωμα που δίνεται από τον ως άνω κώδικα μόνο στον ΥΕΝ Ιατρό στους αγώνες της UEFA, όπου αυτός διαπιστώνει την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού και κατά συνέπεια την απαλλαγή του αθλητή από τον έλεγχο Ντόπινγκ ή όχι), με αποτέλεσμα η μη αρμοδίως ούτως ή άλλως εκφερόμενη γνώμη της ΥΕΝ να μην επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης στην ιατρό αγώνων πόσο μάλλον στην ασθενή –και ευλόγως καθοδηγούμενη από τις ιατρικές συστάσεις του αρμοδίου ιατρού, ήτοι της ιατρού αγώνων- αθλήτρια και προφανώς να μην δύναται η συμμόρφωση της αθλήτριας με τη σύσταση της ιατρού αγώνων, να συγκροτήσει εκ μέρους της και αντικειμενικώς μη συμμόρφωση με την υποβολή σε δειγματοληψία, σε καμία δε περίπτωση υπαίτια μη συμμόρφωση. Συνεπώς, το ως άνω γεγονός, δεν είναι δυνατό να άρει τις ανωτέρω διαπιστώσεις περί ανυπαιτιότητας της αθλήτριας ως προς τη μη εκ μέρους της υποβολή σε δειγματοληψία, καθώς αφενός ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της ΥΕΝ των ισχύοντων κανόνων αντιντόπινγκ, αφετέρου αφορά αντίθετη ιατρική γνώμη μεταξύ ΥΕΝ και ιατρού αγώνων και όχι αντίθετη άποψη ή βούληση ή ενέργεια της ίδιας της αθλήτριας, η οποία σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως ποια ιατρική γνώμη ήταν ορθή και ιδίως, επιπλέον του ότι η ΥΕΝ δεν είχε κατά νόμο αρμοδιότητα για διατύπωση τέτοιας γνώμης πόσο μάλλον με δεσμευτικό εις βάρος της αθλήτριας χαρακτήρα, συμμορφώθηκε με επείγουσα και αυστηρή ιατρική σύσταση και δεν ενήργησε με ίδια πρωτοβουλία, και μάλιστα στα πλαίσια μιας αντικειμενικώς αγχωτικής και επίπονης για την ίδια κατάστασης ασθενείας και οξύτατου πόνου της. Πέραν τούτου, εξάλλου, ο έλεγχος της κολυμβήτριας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν μετά το τέλος της δειγματοληψίας στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η ομάδα ελέγχου του ΕΣΚΑΝ, που γνώριζε σε ποιο νοσοκομείο διακομίσθηκε αυτή -καθώς η ίδια εξάλλου ήλθε και σε επικοινωνία την 7/12/2015 ήτοι την μεθεπόμενη μόλις ημέρα με το μέλος του ΕΣΚΑΝ κ. Αλέξανδρο Αδαμίδη όταν ο ΙΔΙΟΣ την επισκέφθη στο Νοσοκομείο και διεπίστωσε ότι όντως η αθλήτρια ενοσηλεύετο ακόμη σ’ αυτό (παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι ΚΑΙ την 8/12/2015), δηλαδή ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο και τον ενημέρωσε για την κατάστασή της επιβεβαιώνοντας τη δεκτικότητα της για έλεγχο και τη μη εκ μέρους της αποφυγή επαφής με τα αρμόδια όργανα, όπως προκύπτει και από την διαβεβαίωση της δικηγόρου της αθλήτριας και αδελφής της Αναστασίας Γιαρένη, ενώπιον του Δ.Σ της ΚΟΕ και η οποία είχε και σχετική συνομιλία εντός του Νοσοκομείου με το ως άνω μέλος του ΕΣΚΑΝ, μετέβαινε σ’ αυτό και διενεργούσε τον έλεγχο, καθώς εξάλλου η αθλήτρια δεν εξαφανίστηκε μετά τη διακομιδή της σε αυτό, αλλά παρέμεινε κλινήρης 3 ολόκληρες ημέρες. Σε κάθε μάλιστα περίπτωση, χωρίς να επηρεάζονται οι ως άνω σκέψεις από την τυχόν εκ των υστέρων διάγνωση περί της υγείας της αθλήτριας, καθώς το επαρκές και αναγκαίο στοιχείο για την εκ μέρους της ανυπαιτιότητα, ανάγεται στο σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητο στοιχείο του κατά τον κρίσιμο χρόνο (προ και μετά της γνώσεως του ελέγχου) πόνου της, ανεξαρτήτως αν αυτός τελικά αφορούσε σοβαρή και έχουσα διάρκεια ή μη ασθένεια και την ταυτότητα της τελευταίας (είναι εξάλλου συχνό σε μια αθλήτρια λίγο πριν τους αγώνες της να εμφανίζονται οξείς πόνοι, χωρίς αναγωγή σε κάποια ιδιαίτερη ασθένεια, αλλά λόγω περιστασιακών γυναικολογικών/ορθοπεδικών προβλημάτων ή νευρικών εκ του άγχους πρόσκαιρων διαταραχών), από τις εξετάσεις που διενήργησε στο ως άνω δημόσιο νοσηλευτήριο και τις γνωματεύσεις των αρμοδίων εκεί ιατρών, η αθλήτρια διαγνώσθηκε ότι όντως τελικά έπασχε από «Οσφυαλγία σημαντικά επιδεινούμενη» (όπως φαίνεται και από σωρεία ιατρικών βεβαιώσεων του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί της πιστότητας και της αλήθειας των όσων η ίδια επικαλέστηκε.
2.1. Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό Ντόπινγκ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κολύμβησης – FINA (FINA DOPING CONTROL RULES), ως ισχύει εγκεκριμένος από τη Γενική Συνέλευση της FINA της 29- 11-2014, και δη τον Κανόνα 2.3. περί μη εμφάνισης του αθλητή σε συλλογή δείγματος (DC 2.3 Evading, Refusing or Failing to Submit to Sample Collection), συνιστά αντικειμενική παράβαση ντόπινγκ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΑΝΕΥ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑ του αθλητή από τον έλεγχο, συνεπώς όταν η απουσία είναι δικαιολογημένη απουσία δεν αποτελεί τέτοια παράβαση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω Κανόνων, η αποφυγή του ελέγχου προαπαιτεί σκόπιμη προς τούτο συμπεριφορά του ελεγχόμενου αθλητή ή δε αποτυχία υποβολής δείγματος προς έλεγχο, αρκείται σε αμελή συμπεριφορά, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστά παράβαση και συνεπώς πειθαρχικό αδίκημα, η αδυναμία παρουσίας σε έλεγχο όταν αποδίδεται σε αντικειμενικές συνθήκες που συγκροτούν ανωτέρα βία (“Evading Sample collection, or without compelling justification, refusing or failing to submit to Sample collection after notification as authorized in these Anti-Doping Rules or other applicable antidoping rules. [Comment to DC 2.3: For example, it would be an anti-doping rule violation of “evading Sample collection” if it were established that an Athlete was deliberately avoiding a Doping Control official to evade notification or Testing. A violation of “failing to submit to Sample collection” may be based on either intentional or negligent conduct of the Athlete, while ‘‘evading” or “refusing” Sample collection contemplates intentional conduct by the Athlete.] “.).
2.2. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη ενσωμάτωσε αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη του Παγκόσμιου Κώδικα Αντιντόπινγκ της WADA, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ο οποίος στο αρ. 2.3. αναφέρει ότι: «Η αποφυγή ∆ειγματοληψίας, ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε ∆ειγματοληψία χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. [Σχόλιο για το Άρθρο 2.3: Παραδείγματος χάρη, θα αποτελούσε παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ του τύπου «αποφυγής ∆ειγματοληψίας» εάν στοιχειοθετηθεί ότι ένας Αθλητής απέφυγε εσκεμμένα τον υπεύθυνο του Ελέγχου Ντόπινγκ προκειμένου να αποφύγει τη σχετική ειδοποίηση ή τον Έλεγχο. Η παράβαση τύπου «μη υποβολής σε ∆ειγματοληψία» δύναται να στηρίζεται είτε σε εσκεμμένη είτε σε αμελή συμπεριφορά του Αθλητή, ενώ η «αποφυγή» ή η «άρνηση» υποβολής σε δειγματοληψία ενέχει εσκεμμένη συμπεριφορά του Αθλητή.]”.
2.3. Ομοίως, κατά το αρ. 2 του Ν. 3956/2012 (ΦΕΚ Β΄ 343/17.02.2012 “Αναγκαία μέτρα και διαδικασίες, μηχανισμοί και συστήματα που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση κατά της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό (Παρίσι 19/10/2005) και αναγκαίες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της.”), που αναφέρει τις “Παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Το ντόπινγκ θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2.1. έως 2.8. της παρούσας.”. Συνεπώς, οι οριζόμενες στο ως άνω άρθρο παραβάσεις αναφέρονται περιοριστικά και αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά, επομένως πρέπει να πληροίται στο σύνολο της η αντικειμενική υπόσταση εκάστης οριζόμενης στο άρθρο αυτό, περίπτωσης παράβασης, προκειμένου να καταγνωσθεί τέλεση της. Κατά την παρ. 2.3. της ως άνω διάταξης “Αρνηση υποβολής σε έλεγχο ντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Η άρνηση ή η αποφυγή του αθλητή, χωρίς την επίκληση σοβαρού λόγου, να υποβληθεί σε λήψη δείγματος μετά από ειδοποίηση, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στους κανόνες αντιντόπινγκ της παρούσας απόφασης, ή η με άλλο τρόπο αποφυγή λήψης δείγματος, συνιστά παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ. Δηλαδή, προβλέπεται ότι παράβαση συνιστά μεταξύ άλλων και η αποφυγή δειγματοληψίας ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε δειγματοληψία, χωρίς όμως επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. Συνεπώς, και κατά την ανωτέρω εθνική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας, δεν νοείται παράβαση δια μη υποβολής σε δειγματοληψία, όταν υφίσταται επαρκής και αντικειμενική δικαιολόγηση, πόσο μάλλον όταν από το σύνολο των περιβάλλοντων την υπόθεση περιστατικών, προκύπτει η συνδρομή κατάστασης ανωτέρας βίας. Παρότι δε, η ως άνω διάταξη, προ της αναμενόμενης στο παρόν τροποποίησής της προς σχετική προσαρμογή με τον Παγκόσμιο Κώδικα της WADA, δεν αναφέρεται σε μη υποβολή σε δειγματοληψία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και αυτό το είδος παράβασης προϋποθέτει την έλλειψη επαρκούς δικαιολογίας και αποκλείεται σε περίπτωση μη υπαιτιότητας του αθλητή, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, συνεπώς ουδεμία διαφοροποίηση εν προκειμένω επέρχεται λόγω της διάστασης του ισχύοντος κατά το παρόν νόμου με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντιντόπινγκ.
2.4. Σημειωτέον, ότι κατά παγία αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία συνιστά ένα γεγονός αντικειμενικά απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να τελέσει το καθήκον που του επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1697/2013, 239/2003, 2189/2002, 2840/2000, ΟλΣτΕ 2097/1979, ΟλΣτΕ 361/1992), ενώ γεγονός θα πρέπει εκτός από απρόβλεπτο να είναι και τέτοιας βαρύτητας, ώστε να καθιστά πλήρως αδύνατη την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται. Συνεπώς, η ανωτέρα βία αποκλείει οποιοδήποτε βουλητικό στοιχείο από τη συμπεριφορά του πειθαρχικώς ελεγχόμενου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται όχι μόνο δόλος αλλά ούτε αμέλεια, συνεπώς καμία μορφή υπαιτιότητας, η οποία όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω συνιστά προϋπόθεση για την κατάγνωση τέλεσης παράβασης αντιντόπινγκ, ιδίως δε υπό τη μορφή μη υποβολής σε δειγματοληψία.
2.5 Επειδή, συνεπεία των ανωτέρω υπό 1.1-1.2 αναφερομένων, η αθλήτρια ουδεμία υπαιτιότητα είχε για την μη υποβολή σε δειγματοληψία, η δε αιφνίδια ασθένεια της με τη συνδρομή έντονου πόνου και σε συνδυασμό με τη σύσταση ιατρού αγώνων, συγκροτούν κατάσταση ανωτέρας βίας, καθώς ούτε η αθλήτρια μπορούσε να προβλέψει ότι θα ασθενήσει, η δε ασθένεια της προηγήθηκε της εμφάνισης του Β.Ε.Ν., ούτε μπορούσε δεδομένης της κατάστασής της να πράξει διαφορετικά και να μην μεταβεί σε νοσηλευτήριο, παρακούοντας τη σύσταση της μόνης αρμοδίας ιατρού και ενώ τελούσε σε συνθήκες έντονης σωματικής καταπόνησης, φόρτισης και πόνου. Εξάλλου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια να κρυφτεί από τα όργανα ελέγχου, δεν απέκρυψε την ταυτότητά της όταν την αναζητούσαν, εμφανίστηκε και τα ίδια τα όργανα ιδίοις όμμασι συνειδητοποίησαν την κατάσταση ασθενείας και πόνου της ΥΠΕΓΡΑΨΕ το πρωτόκολλο ελέγχου ντόπινγκ, δεν έφυγε κρυφά από το κολυμβητήριο, αλλά υποβασταζόμενη, ενώπιον όλων, με σύσταση της αρμοδίας ιατρού, με ασθενοφόρο και κατόπιν ημίωρης τουλάχιστον αναμονής, εν γνώσει όλων και εμφανώς προς κάθε ελεγκτικό όργανο, μετέβη σε γνωστό στα ελεγκτικά όργανα τόπο και δη το μόνο εφημερεύον νοσοκομείο, τα δε όργανα δεν τη συνόδευσαν λόγω δικής τους παράλειψης και όχι ίδιας άρνησής της (η ίδια εξάλλου ήταν ανίκανη λόγω πόνου να πράξει ή να αρνηθεί οτιδήποτε) παρότι βίωναν επί αρκετό χρόνο την αναμονή της για μετάβαση σε νοσοκομείο, παρέμεινε δε στον ίδιο τόπο, στο νοσηλευτήριο, επί 3 ημέρες χωρίς κανείς να την ελέγξει, ενώ ήταν διαθέσιμη.
Δεν μπορεί, συνεπώς, βάσει όλων των ως άνω γεγονότων, όχι απλώς η συμπεριφορά της αθλήτριας να νοηθεί ότι συγκροτεί την έννοια της άρνησης ή της αποφυγής ελέγχου, αλλά ούτε εκ μέρους της αθλήτρια υπαιτιότητα ούτε υπό τη μορφή του δόλου ούτε της αμέλειας, για τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία, η ίδια δε ούτε προέβη σε καμία ενέργεια ούτε τέλεσε καμία παράλειψη σχετικά με την ως άνω μη υποβολή της, η δε ευθύνη για τη μη διενέργεια του ελέγχου αφορά τα ελεγκτικά όργανα αποκλειστικά, σε κάθε δε περίπτωση ειδικώς για την αθλήτρια η όλη κατάσταση, υπό τη μορφή του αντικειμενικώς απρόβλεπτου σοβαρού παρακωλυτικού εις βάρος της γεγονότος της ασθένειας, ήτοι ανωτέρας βίας, απέκλειε τουλάχιστον κάθε εκ μέρους της γνωστικό και βουλητικό στοιχείο, ήτοι κάθε είδος έστω και αμέλειας ως προς τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Το ΔΣ της ΚΟΕ ομόφωνα αποφασίζει την πλήρη απαλλαγή της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, από κάθε πειθαρχική κατηγορία σε σχέση με την εκ μέρους της εξέταση περί τέλεσης παράβασης ντόπινγκ στον έλεγχο που διενεργήθηκε την 5-12-2015 στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο Θεσσαλονίκης, ως όλως ανυπαίτιας ως προς την μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
- See more at: http://www.newsone.gr/athlitika/1122415-auti-inai-i-ellinida-athlitria-pou-vrethike-ntope#sthash.LWPy29Bf.dpuf
Βόμβα έσκασε λίγες ώρες πριν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς δύο Έλληνες αθλητές βρέθηκαν θετικοί σε έλεγχο ντόπινγκ.
Το ένα από τα δύο θετικά δείγματα αφορά κολυμβήτρια, η οποία ήδη έχει αποχωρήσει από το Ολυμπιακό Χωριό και σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες είναι η Θεοδώρα Γιαρένη του Ολυμπιακού.
Μάλιστα η Ελληνίδα κολυμβήτρια, η οποία έπιασε το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στις αρχές του Ιουλίου, είχε βρεθεί ξανά θετική σε έλεγχο ντόπινγκ στις 5 Δεκεμβρίου του 2015 στη Θεσσαλονίκη, όμως τότε η ΚΟΕ είχε απαλλάξει την αθλήτρια και στην ανακοίνωσή της ανέφερε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση.
Έτσι, η Ομοσπονδία είναι έκθετη καθώς απέκρυψε την παράβαση της συγκεκριμένης αθλήτριας στους διεθνείς κανονισμούς ντόπινγκ.
Βέβαια απομένουν και τα αποτελέσματα του δεύτερου δείγματος από τον έλεγχο ντόπινγκ, ωστόσο σχεδόν πάντα το δεύτερο δείγμα επιβεβαιώνει το αρχικό.
Το σκεπτικό της ΚΟΕ για την απαλλαγή της Γιαρένη τον Δεκέμβρη του 2015
Το ΔΣ της ΚΟΕ συνεδρίασε στην υπ’ αριθμ. 44/29.2.2016 συνεδρίαση του, για να εξετάσει το υπ’ αρ. θέμα της Ημερησίας Διάταξης “Ακροαματική διαδικασία κολυμβήτριας ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗ”, που αφορά πειθαρχική διαδικασία περί παραβάσεως κανόναν ντόπινγκ κατά της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, του σωματείου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΦΠ, αρ. δελτίου αθλήτριας 107997, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του ΔΣ της ΚΟΕ με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, που ελήφθη στη συνεδρίαση του της 3/2/2016.
Κατόπιν προφορικής απολογίας της καθ’ ης αθλήτριας, εξέτασης των μαρτύρων, της απόφασης του ΕΣΚΑΝ, του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας και από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, το ΔΣ της ΚΟΕ επεφυλάχθη να αποφασίσει και αφού εξήτασε διεξοδικά όλα τα ως άνω κατά νεωτέρα συνεδρίασή του που έλαβε χώρα την 12.4.2016 (αριθ. Πρακτικού συνεδρίασης Δ.Σ 47) διασκέφθηκε και αφού σκέφθηκε κατά το νόμο και τους κανονισμούς ομοφώνως αποφάσισε τα εξής:
1. Επειδή, από την πιο πάνω διαδικασία και δη τις καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων (κολυμβητήριο, ΥΕΝ και ΒΕΝ), προέκυψαν ως πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τα εξής:
1.1. Η κολυμβήτρια Γιαρένη Θεοδώρα το Σάββατο 5/12/2015 βρισκότανε στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να λάβει μέρος στο τελικό των αγωνισμάτων 200μ. και 50μ. Ελεύθερο των αγώνων κολύμβησης με την επωνυμία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Λίγο πριν από την συμμετοχή της στο πρώτο από τα δύο αγωνίσματα περί της 18:00 ήταν στα αποδυτήρια φορώντας το αγωνιστικό μαγιό της κάνοντας ασκήσεις προθέρμανσης (δυναμική διάταση της μέσης) τραυματίστηκε νιώθοντας ένα οξύ διαπεραστικό πόνο που ξεκινούσε από τη μέση και συνέχιζε έως το δεξί πόδι. Στην συνέχεια τηλεφώνησε, χωρίς να καταστεί δυνατό να επικοινωνήσει, στην αδερφή της Αφροδίτη, επίσης κολυμβήτρια, που συμμετείχε και αυτή στους αγώνες και μετά στον πατέρα της Ηλία, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες. Ο πατέρας της μαζί με τον προπονητή της έσπευσαν εκεί και στη συνέχεια υποβασταζόμενη από αυτούς βγήκε στον προθάλαμο των αποδυτηρίων, όπου βρισκόταν ο ΒΕΝ κος Ανδρέας Κουρέλης Δρ. Βιολογίας στου οποίου την ερώτηση που απευθύνετο σε όλους, μήπως γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη, απάντησε η ίδια “εγώ είμαι”, στην συνέχεια ενημερώθηκε από αυτόν ότι έχει ορισθεί για έλεγχο ντόπινγκ. Η κολυμβήτρια συνοδευόμενη και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της μετέβη στο Σ.Ε.Ν. στο ιατρείο του κολυμβητηρίου. Στο Σ.Ε.Ν. η κολυμβήτρια υπέγραψε το πρωτόκολλο ελέγχου Ντόπινγκ που της έδωσε η ΥΕΝ κα Μαγδαληνή Καλλίντζη Ιατρός Γυναικολόγος, η οποία λόγω του ότι η κολυμβήτρια πονούσε αφόρητα και δεν μπορούσε να δώσει δείγμα, κάλεσε την Ιατρό των αγώνων κα Τρύφωνα Μαρία. Μετά από κλινική εξέταση, πραγματοποιώντας και Laseqke Test και στα δύο πόδια της, η Ιατρός των αγώνων γνωμάτευσε πως έπρεπε να διακομισθεί σε Νοσοκομείο, παρά την αντίθετη γνώμη της ΥΕΝ για ανακουφιστική θεραπεία με παυσίπονη ένεση. Πράγμα το οποίο και έγινε με καθυστέρηση περίπου 30΄ λόγω της αργοπορημένης άφιξης του ασθενοφόρου, με την μεταφορά της με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν, στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή νοσηλευτήριο σε καθεστώς γενικής εφημερίας. Η κολυμβήτρια παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω νοσηλευτήριο πραγματοποιώντας σειρά εξετάσεων μέχρι το απόγευμα της 8/12/15, ήτοι 3 ημέρες αργότερα, όταν και έλαβε εξιτήριο.
1.2. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι στην περίπτωση της πιο πάνω κολυμβήτριας δεν υπήρχε υπαίτια ήτοι δόλια ή αμελής συμπεριφορά εκ μέρους της για αποφυγή του ελέγχου, πόσο μάλλον σκοπιμότητά της περί αποφυγής υποβολής της σε αυτόν.
Και τούτο, διότι πρώτον, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά, η ασθένεια της αθλήτριας είχε ήδη ξεκινήσει και την κατέλαβε έντονος πόνος πριν την εκ μέρους της γνώση περί υποβολής της σε δειγματοληψία, ο δε ΒΕΝ ενημέρωσε ότι την αναζητά για έλεγχο ενώ η ίδια ήδη έβαινε προς ιατρική φροντίδα, υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τον προπονητή της, συνάντησε δε τον ΒΕΝ ήδη τελούσα σε αυτή την κατάσταση.
Δεύτερον, διότι αν πράγματι η κολυμβήτρια ήθελε και προσπαθούσε να αποφύγει σκόπιμα τον έλεγχο δεν θα απαντούσε «εγώ είμαι» στην ερώτηση του Β.Ε.Ν, που απευθύνετο προς όλους, σχετικά με το αν γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη.
Τρίτον, η κολυμβήτρια μεταφέρθηκε στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο εν γνώσει της ομάδας ελέγχου, αλλά και της ιατρού αγώνων, και μάλιστα κατά σύσταση της τελευταίας και όχι αυτόβουλα, σύμφωνα με την γνωμάτευση της Ιατρού των Αγώνων, μετά από κλινική εξέταση που διενήργησε η ίδια στην κολυμβήτρια στο Σ.Ε.Ν. Συνεπώς, η διακομιδή της στο νοσοκομείο έλαβε χώρα με απόφαση του αρμόδιου και υπεύθυνου ιατρού, η σύσταση της οποίας εκ φύσεως της αίρει οποιαδήποτε υπαιτιότητα περί εκ μέρους της ασθενούς αθλήτριας μη υποβολής της σε δειγματοληψία.
Τέταρτον, διότι η αθλήτρια ναι μεν διακομίστηκε στο νοσοκομείο χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν., αλλά ούτε αυτό ήταν αποτέλεσμα δικής της υπαίτιας συμπεριφοράς, προσπάθειας, ενέργειας, αντίθεσης ή βούλησης. Ανεξαρτήτως, ότι τούτο συνιστά εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων μη τήρηση της παραγράφου 5.4.4 του Άρθρου 5.4. “Απαιτήσεις για την κλήση των αθλητών” του Διεθνούς Προτύπου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ στον οποίο αναφέρεται: “εφ’ όσον ο αθλητής παρουσιαστεί στο σταθμό ελέγχου ντόπινγκ και ζητήσει να φύγει προσωρινά μετά την άφιξη, ο ΥΕΝ το επιτρέπει με την συνεχή παρακολούθηση του συνοδού, σ’ όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης, εάν η καθυστέρηση έχει να κάνει με τις παρακάτω αιτίες:… δ) Συμμετοχή απαραίτητης ιατρικής βοήθειας, ε) Λήψη απαραίτητης ιατρικής βοήθειας.”, καθώς η μη συνοδεία της αθλήτριας οφείλεται σε παράλειψη των ελεγκτικών οργάνων και όχι σε ενέργεια της ίδιας (καθώς εξάλλου η ίδια εν γνώσει τους και ενώπιον τους και με τη σύσταση της ιατρού αγώνων και υποβασταζόμενη και ανίκανη να μετακινηθεί η ίδια, δεν αποχώρησε απλώς από το κολυμβητήριο αυτόβουλα ή λάθρα, αλλά μπήκε σε ασθενοφόρο το οποίο μάλιστα ανέμενε επί το ικανότατο για να αποφασίσουν τα όργανα να τη συνοδεύσουν, χρονικό διάστημα των 30 λεπτών) μη τήρηση που οφείλεται προφανώς σε έλλειψη του αναγκαίου προσωπικού δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ, όπως αυτό ορίζεται από άρθρο 7 παρ. 2 της Υ.Α 19514/2005 (ΦΕΚ B648/16-5-2015) περί των διαδικασιών του ελέγχου ντόπινγκ, κατά το οποίο «η ομάδα δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ απαρτίζεται από τον επικεφαλής Υπεύθυνο Ελέγχου Ντόπινγκ και κατ’ ελάχιστο δύο δειγματολήπτες, από τους οποίους ο ένας είναι υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση, συνοδεία και επίβλεψη του αθλητή και σε περίπτωση δειγματοληψίας ούρων, ο άλλος εκτελεί χρέη μάρτυρα κατά τη διενέργεια αυτής», αφού όπως αποδείχθηκε η ομάδα δειγματοληψίας, που θα διενεργούσε τον έλεγχο ντόπινγκ στους πιο πάνω Κολυμβητικούς Αγώνες, αποτελείτο από δύο μόνο άτομα, την ΥΕΝ κα Καλλίντζη Μαγδαληνή και τον Β.Ε.Ν κο Ανδρέα Κουρέλη, ήταν δε ελλιπής και τελούσα σε μη νόμιμη σύνθεση (2 άτομα αντί τουλάχιστον 3 που η πιο πάνω Υ.Α. προβλέπει), με αποτέλεσμα εκτός του συναφούς προβλήματος περί της νομιμότητας του ελέγχου, να μην είναι και στην πράξη δυνατό να συνοδευθεί η πιο πάνω κολυμβήτρια από τον Β.Ε.Ν., σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνει την πλήρη ανυπαιτιότητα της αθλήτριας για την εκ μέρους της ασυνόδευτη διακομιδή στο νοσοκομείο. Εξάλλου, τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την ΥΕΝ στην κατάθεσή της στη συνεδρίαση 23/12/2015 και ώρα 15:00 του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΣΚΑΝ, η οποία πραγματοποιήθηκε με βίντεο κλήση (SKYPE), απαντώντας σε ερώτηση του κου Καλούδη Γεωργίου (μέλους του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ) εάν της ζητήθηκε από την κολυμβήτρια να την ακολουθήσουν απάντησε: “Όχι δεν μου ζητήθηκε αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν εφικτό” (11ο Πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ). Σημειωτέον ότι αυτό δεν ερείδεται σε βούληση του αθλητή, αλλά είναι υποχρέωση των ατόμων (ΥΕΝ, ΒΕΝ) που διενεργούν τον έλεγχο.
Όσον αφορά δε το γεγονός, που η ΥΕΝ αναφέρει τόσο στην έκθεση αναφοράς ελέγχου ντόπινγκ της 5/12/2015 όσο και στην ανωτέρω κατάθεση στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, περί του ότι είχε αντίθετη γνώμη για την μεταφορά της κολυμβήτριας και πρότεινε θεραπευτική αγωγή με την χορήγηση παυσίπονης ένεσης, συνιστά επίσης παράβαση του Διεθνούς Προτύπου Ελέγχου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ, διότι αυτή, παρ’ ότι Ιατρός (Γυναικολόγος), είναι αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνη για την διεξαγωγή του ελέγχου Ντόπινγκ και όχι για να διαπίστωνε την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού ή να προβεί σε θεραπευτική αγωγή, (δικαίωμα που δίνεται από τον ως άνω κώδικα μόνο στον ΥΕΝ Ιατρό στους αγώνες της UEFA, όπου αυτός διαπιστώνει την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού και κατά συνέπεια την απαλλαγή του αθλητή από τον έλεγχο Ντόπινγκ ή όχι), με αποτέλεσμα η μη αρμοδίως ούτως ή άλλως εκφερόμενη γνώμη της ΥΕΝ να μην επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης στην ιατρό αγώνων πόσο μάλλον στην ασθενή –και ευλόγως καθοδηγούμενη από τις ιατρικές συστάσεις του αρμοδίου ιατρού, ήτοι της ιατρού αγώνων- αθλήτρια και προφανώς να μην δύναται η συμμόρφωση της αθλήτριας με τη σύσταση της ιατρού αγώνων, να συγκροτήσει εκ μέρους της και αντικειμενικώς μη συμμόρφωση με την υποβολή σε δειγματοληψία, σε καμία δε περίπτωση υπαίτια μη συμμόρφωση. Συνεπώς, το ως άνω γεγονός, δεν είναι δυνατό να άρει τις ανωτέρω διαπιστώσεις περί ανυπαιτιότητας της αθλήτριας ως προς τη μη εκ μέρους της υποβολή σε δειγματοληψία, καθώς αφενός ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της ΥΕΝ των ισχύοντων κανόνων αντιντόπινγκ, αφετέρου αφορά αντίθετη ιατρική γνώμη μεταξύ ΥΕΝ και ιατρού αγώνων και όχι αντίθετη άποψη ή βούληση ή ενέργεια της ίδιας της αθλήτριας, η οποία σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως ποια ιατρική γνώμη ήταν ορθή και ιδίως, επιπλέον του ότι η ΥΕΝ δεν είχε κατά νόμο αρμοδιότητα για διατύπωση τέτοιας γνώμης πόσο μάλλον με δεσμευτικό εις βάρος της αθλήτριας χαρακτήρα, συμμορφώθηκε με επείγουσα και αυστηρή ιατρική σύσταση και δεν ενήργησε με ίδια πρωτοβουλία, και μάλιστα στα πλαίσια μιας αντικειμενικώς αγχωτικής και επίπονης για την ίδια κατάστασης ασθενείας και οξύτατου πόνου της. Πέραν τούτου, εξάλλου, ο έλεγχος της κολυμβήτριας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν μετά το τέλος της δειγματοληψίας στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η ομάδα ελέγχου του ΕΣΚΑΝ, που γνώριζε σε ποιο νοσοκομείο διακομίσθηκε αυτή -καθώς η ίδια εξάλλου ήλθε και σε επικοινωνία την 7/12/2015 ήτοι την μεθεπόμενη μόλις ημέρα με το μέλος του ΕΣΚΑΝ κ. Αλέξανδρο Αδαμίδη όταν ο ΙΔΙΟΣ την επισκέφθη στο Νοσοκομείο και διεπίστωσε ότι όντως η αθλήτρια ενοσηλεύετο ακόμη σ’ αυτό (παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι ΚΑΙ την 8/12/2015), δηλαδή ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο και τον ενημέρωσε για την κατάστασή της επιβεβαιώνοντας τη δεκτικότητα της για έλεγχο και τη μη εκ μέρους της αποφυγή επαφής με τα αρμόδια όργανα, όπως προκύπτει και από την διαβεβαίωση της δικηγόρου της αθλήτριας και αδελφής της Αναστασίας Γιαρένη, ενώπιον του Δ.Σ της ΚΟΕ και η οποία είχε και σχετική συνομιλία εντός του Νοσοκομείου με το ως άνω μέλος του ΕΣΚΑΝ, μετέβαινε σ’ αυτό και διενεργούσε τον έλεγχο, καθώς εξάλλου η αθλήτρια δεν εξαφανίστηκε μετά τη διακομιδή της σε αυτό, αλλά παρέμεινε κλινήρης 3 ολόκληρες ημέρες. Σε κάθε μάλιστα περίπτωση, χωρίς να επηρεάζονται οι ως άνω σκέψεις από την τυχόν εκ των υστέρων διάγνωση περί της υγείας της αθλήτριας, καθώς το επαρκές και αναγκαίο στοιχείο για την εκ μέρους της ανυπαιτιότητα, ανάγεται στο σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητο στοιχείο του κατά τον κρίσιμο χρόνο (προ και μετά της γνώσεως του ελέγχου) πόνου της, ανεξαρτήτως αν αυτός τελικά αφορούσε σοβαρή και έχουσα διάρκεια ή μη ασθένεια και την ταυτότητα της τελευταίας (είναι εξάλλου συχνό σε μια αθλήτρια λίγο πριν τους αγώνες της να εμφανίζονται οξείς πόνοι, χωρίς αναγωγή σε κάποια ιδιαίτερη ασθένεια, αλλά λόγω περιστασιακών γυναικολογικών/ορθοπεδικών προβλημάτων ή νευρικών εκ του άγχους πρόσκαιρων διαταραχών), από τις εξετάσεις που διενήργησε στο ως άνω δημόσιο νοσηλευτήριο και τις γνωματεύσεις των αρμοδίων εκεί ιατρών, η αθλήτρια διαγνώσθηκε ότι όντως τελικά έπασχε από «Οσφυαλγία σημαντικά επιδεινούμενη» (όπως φαίνεται και από σωρεία ιατρικών βεβαιώσεων του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί της πιστότητας και της αλήθειας των όσων η ίδια επικαλέστηκε.
2.1. Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό Ντόπινγκ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κολύμβησης – FINA (FINA DOPING CONTROL RULES), ως ισχύει εγκεκριμένος από τη Γενική Συνέλευση της FINA της 29- 11-2014, και δη τον Κανόνα 2.3. περί μη εμφάνισης του αθλητή σε συλλογή δείγματος (DC 2.3 Evading, Refusing or Failing to Submit to Sample Collection), συνιστά αντικειμενική παράβαση ντόπινγκ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΑΝΕΥ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑ του αθλητή από τον έλεγχο, συνεπώς όταν η απουσία είναι δικαιολογημένη απουσία δεν αποτελεί τέτοια παράβαση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω Κανόνων, η αποφυγή του ελέγχου προαπαιτεί σκόπιμη προς τούτο συμπεριφορά του ελεγχόμενου αθλητή ή δε αποτυχία υποβολής δείγματος προς έλεγχο, αρκείται σε αμελή συμπεριφορά, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστά παράβαση και συνεπώς πειθαρχικό αδίκημα, η αδυναμία παρουσίας σε έλεγχο όταν αποδίδεται σε αντικειμενικές συνθήκες που συγκροτούν ανωτέρα βία (“Evading Sample collection, or without compelling justification, refusing or failing to submit to Sample collection after notification as authorized in these Anti-Doping Rules or other applicable antidoping rules. [Comment to DC 2.3: For example, it would be an anti-doping rule violation of “evading Sample collection” if it were established that an Athlete was deliberately avoiding a Doping Control official to evade notification or Testing. A violation of “failing to submit to Sample collection” may be based on either intentional or negligent conduct of the Athlete, while ‘‘evading” or “refusing” Sample collection contemplates intentional conduct by the Athlete.] “.).
2.2. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη ενσωμάτωσε αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη του Παγκόσμιου Κώδικα Αντιντόπινγκ της WADA, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ο οποίος στο αρ. 2.3. αναφέρει ότι: «Η αποφυγή ∆ειγματοληψίας, ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε ∆ειγματοληψία χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. [Σχόλιο για το Άρθρο 2.3: Παραδείγματος χάρη, θα αποτελούσε παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ του τύπου «αποφυγής ∆ειγματοληψίας» εάν στοιχειοθετηθεί ότι ένας Αθλητής απέφυγε εσκεμμένα τον υπεύθυνο του Ελέγχου Ντόπινγκ προκειμένου να αποφύγει τη σχετική ειδοποίηση ή τον Έλεγχο. Η παράβαση τύπου «μη υποβολής σε ∆ειγματοληψία» δύναται να στηρίζεται είτε σε εσκεμμένη είτε σε αμελή συμπεριφορά του Αθλητή, ενώ η «αποφυγή» ή η «άρνηση» υποβολής σε δειγματοληψία ενέχει εσκεμμένη συμπεριφορά του Αθλητή.]”.
2.3. Ομοίως, κατά το αρ. 2 του Ν. 3956/2012 (ΦΕΚ Β΄ 343/17.02.2012 “Αναγκαία μέτρα και διαδικασίες, μηχανισμοί και συστήματα που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση κατά της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό (Παρίσι 19/10/2005) και αναγκαίες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της.”), που αναφέρει τις “Παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Το ντόπινγκ θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2.1. έως 2.8. της παρούσας.”. Συνεπώς, οι οριζόμενες στο ως άνω άρθρο παραβάσεις αναφέρονται περιοριστικά και αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά, επομένως πρέπει να πληροίται στο σύνολο της η αντικειμενική υπόσταση εκάστης οριζόμενης στο άρθρο αυτό, περίπτωσης παράβασης, προκειμένου να καταγνωσθεί τέλεση της. Κατά την παρ. 2.3. της ως άνω διάταξης “Αρνηση υποβολής σε έλεγχο ντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Η άρνηση ή η αποφυγή του αθλητή, χωρίς την επίκληση σοβαρού λόγου, να υποβληθεί σε λήψη δείγματος μετά από ειδοποίηση, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στους κανόνες αντιντόπινγκ της παρούσας απόφασης, ή η με άλλο τρόπο αποφυγή λήψης δείγματος, συνιστά παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ. Δηλαδή, προβλέπεται ότι παράβαση συνιστά μεταξύ άλλων και η αποφυγή δειγματοληψίας ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε δειγματοληψία, χωρίς όμως επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. Συνεπώς, και κατά την ανωτέρω εθνική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας, δεν νοείται παράβαση δια μη υποβολής σε δειγματοληψία, όταν υφίσταται επαρκής και αντικειμενική δικαιολόγηση, πόσο μάλλον όταν από το σύνολο των περιβάλλοντων την υπόθεση περιστατικών, προκύπτει η συνδρομή κατάστασης ανωτέρας βίας. Παρότι δε, η ως άνω διάταξη, προ της αναμενόμενης στο παρόν τροποποίησής της προς σχετική προσαρμογή με τον Παγκόσμιο Κώδικα της WADA, δεν αναφέρεται σε μη υποβολή σε δειγματοληψία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και αυτό το είδος παράβασης προϋποθέτει την έλλειψη επαρκούς δικαιολογίας και αποκλείεται σε περίπτωση μη υπαιτιότητας του αθλητή, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, συνεπώς ουδεμία διαφοροποίηση εν προκειμένω επέρχεται λόγω της διάστασης του ισχύοντος κατά το παρόν νόμου με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντιντόπινγκ.
2.4. Σημειωτέον, ότι κατά παγία αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία συνιστά ένα γεγονός αντικειμενικά απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να τελέσει το καθήκον που του επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1697/2013, 239/2003, 2189/2002, 2840/2000, ΟλΣτΕ 2097/1979, ΟλΣτΕ 361/1992), ενώ γεγονός θα πρέπει εκτός από απρόβλεπτο να είναι και τέτοιας βαρύτητας, ώστε να καθιστά πλήρως αδύνατη την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται. Συνεπώς, η ανωτέρα βία αποκλείει οποιοδήποτε βουλητικό στοιχείο από τη συμπεριφορά του πειθαρχικώς ελεγχόμενου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται όχι μόνο δόλος αλλά ούτε αμέλεια, συνεπώς καμία μορφή υπαιτιότητας, η οποία όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω συνιστά προϋπόθεση για την κατάγνωση τέλεσης παράβασης αντιντόπινγκ, ιδίως δε υπό τη μορφή μη υποβολής σε δειγματοληψία.
2.5 Επειδή, συνεπεία των ανωτέρω υπό 1.1-1.2 αναφερομένων, η αθλήτρια ουδεμία υπαιτιότητα είχε για την μη υποβολή σε δειγματοληψία, η δε αιφνίδια ασθένεια της με τη συνδρομή έντονου πόνου και σε συνδυασμό με τη σύσταση ιατρού αγώνων, συγκροτούν κατάσταση ανωτέρας βίας, καθώς ούτε η αθλήτρια μπορούσε να προβλέψει ότι θα ασθενήσει, η δε ασθένεια της προηγήθηκε της εμφάνισης του Β.Ε.Ν., ούτε μπορούσε δεδομένης της κατάστασής της να πράξει διαφορετικά και να μην μεταβεί σε νοσηλευτήριο, παρακούοντας τη σύσταση της μόνης αρμοδίας ιατρού και ενώ τελούσε σε συνθήκες έντονης σωματικής καταπόνησης, φόρτισης και πόνου. Εξάλλου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια να κρυφτεί από τα όργανα ελέγχου, δεν απέκρυψε την ταυτότητά της όταν την αναζητούσαν, εμφανίστηκε και τα ίδια τα όργανα ιδίοις όμμασι συνειδητοποίησαν την κατάσταση ασθενείας και πόνου της ΥΠΕΓΡΑΨΕ το πρωτόκολλο ελέγχου ντόπινγκ, δεν έφυγε κρυφά από το κολυμβητήριο, αλλά υποβασταζόμενη, ενώπιον όλων, με σύσταση της αρμοδίας ιατρού, με ασθενοφόρο και κατόπιν ημίωρης τουλάχιστον αναμονής, εν γνώσει όλων και εμφανώς προς κάθε ελεγκτικό όργανο, μετέβη σε γνωστό στα ελεγκτικά όργανα τόπο και δη το μόνο εφημερεύον νοσοκομείο, τα δε όργανα δεν τη συνόδευσαν λόγω δικής τους παράλειψης και όχι ίδιας άρνησής της (η ίδια εξάλλου ήταν ανίκανη λόγω πόνου να πράξει ή να αρνηθεί οτιδήποτε) παρότι βίωναν επί αρκετό χρόνο την αναμονή της για μετάβαση σε νοσοκομείο, παρέμεινε δε στον ίδιο τόπο, στο νοσηλευτήριο, επί 3 ημέρες χωρίς κανείς να την ελέγξει, ενώ ήταν διαθέσιμη.
Δεν μπορεί, συνεπώς, βάσει όλων των ως άνω γεγονότων, όχι απλώς η συμπεριφορά της αθλήτριας να νοηθεί ότι συγκροτεί την έννοια της άρνησης ή της αποφυγής ελέγχου, αλλά ούτε εκ μέρους της αθλήτρια υπαιτιότητα ούτε υπό τη μορφή του δόλου ούτε της αμέλειας, για τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία, η ίδια δε ούτε προέβη σε καμία ενέργεια ούτε τέλεσε καμία παράλειψη σχετικά με την ως άνω μη υποβολή της, η δε ευθύνη για τη μη διενέργεια του ελέγχου αφορά τα ελεγκτικά όργανα αποκλειστικά, σε κάθε δε περίπτωση ειδικώς για την αθλήτρια η όλη κατάσταση, υπό τη μορφή του αντικειμενικώς απρόβλεπτου σοβαρού παρακωλυτικού εις βάρος της γεγονότος της ασθένειας, ήτοι ανωτέρας βίας, απέκλειε τουλάχιστον κάθε εκ μέρους της γνωστικό και βουλητικό στοιχείο, ήτοι κάθε είδος έστω και αμέλειας ως προς τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Το ΔΣ της ΚΟΕ ομόφωνα αποφασίζει την πλήρη απαλλαγή της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, από κάθε πειθαρχική κατηγορία σε σχέση με την εκ μέρους της εξέταση περί τέλεσης παράβασης ντόπινγκ στον έλεγχο που διενεργήθηκε την 5-12-2015 στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο Θεσσαλονίκης, ως όλως ανυπαίτιας ως προς την μη υποβολή της σε δειγματοληψία.
- See more at: http://www.newsone.gr/athlitika/1122415-auti-inai-i-ellinida-athlitria-pou-vrethike-ntope#sthash.LWPy29Bf.dpuf

Βόμβα έσκασε λίγες ώρες πριν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς δύο Έλληνες
αθλητές βρέθηκαν θετικοί σε έλεγχο ντόπινγκ.

Το ένα από τα δύο θετικά δείγματα αφορά κολυμβήτρια, η οποία ήδη έχει αποχωρήσει από το Ολυμπιακό Χωριό και σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες είναι η Θεοδώρα Γιαρένη του Ολυμπιακού.
Απογοήτευση και θλίψη επικρατεί στο Αιγάλεω καθώς η κολυμβήτρια είναι γέννημα θρέμμα της πόλης και οι Αιγαλιώτες εύχονται να απαλλαχθεί όπως την πρώτη φορά.

Η Ελληνίδα κολυμβήτρια, η οποία έπιασε το όριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στις αρχές του Ιουλίου, είχε βρεθεί ξανά θετική σε έλεγχο ντόπινγκ στις 5 Δεκεμβρίου του 2015 στη Θεσσαλονίκη, όμως τότε η ΚΟΕ είχε απαλλάξει την αθλήτρια και στην ανακοίνωσή της ανέφερε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση.

Έτσι, η Ομοσπονδία είναι έκθετη καθώς απέκρυψε την παράβαση της συγκεκριμένης αθλήτριας στους διεθνείς κανονισμούς ντόπινγκ.

Βέβαια απομένουν και τα αποτελέσματα του δεύτερου δείγματος από τον έλεγχο ντόπινγκ, ωστόσο σχεδόν πάντα το δεύτερο δείγμα επιβεβαιώνει το αρχικό.

Αλλά η Ελλάδα έχει και δεύτερο κρούσμα, αθλητή από την παραολυμπιακή ομάδα, η οποία ευτυχώς, δεν έχει αναχωρήσει ακόμα, οπότε ο αθλητής κόπηκε πριν καν ξεκινήσει.

Θετικό, όμως, βρέθηκε και το πρώτο δείγμα αρσιβαρίστα από την Κύπρο, του Αμτώνη Μαρτασίδη, που ανακλήθηκε άμεσα από τη Βραζιλία.

Το σκεπτικό της ΚΟΕ για την απαλλαγή της Γιαρένη τον Δεκέμβρη του 2015




Το ΔΣ της ΚΟΕ συνεδρίασε στην υπ’ αριθμ. 44/29.2.2016 συνεδρίαση του, για να εξετάσει το υπ’ αρ. θέμα της Ημερησίας Διάταξης “Ακροαματική διαδικασία κολυμβήτριας ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗ”, που αφορά πειθαρχική διαδικασία περί παραβάσεως κανόναν ντόπινγκ κατά της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, του σωματείου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΦΠ, αρ. δελτίου αθλήτριας 107997, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του ΔΣ της ΚΟΕ με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, που ελήφθη στη συνεδρίαση του της 3/2/2016.

Κατόπιν προφορικής απολογίας της καθ’ ης αθλήτριας, εξέτασης των μαρτύρων, της απόφασης του ΕΣΚΑΝ, του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας και από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, το ΔΣ της ΚΟΕ επεφυλάχθη να αποφασίσει και αφού εξήτασε διεξοδικά όλα τα ως άνω κατά νεωτέρα συνεδρίασή του που έλαβε χώρα την 12.4.2016 (αριθ. Πρακτικού συνεδρίασης Δ.Σ 47) διασκέφθηκε και αφού σκέφθηκε κατά το νόμο και τους κανονισμούς ομοφώνως αποφάσισε τα εξής:




1. Επειδή, από την πιο πάνω διαδικασία και δη τις καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων (κολυμβητήριο, ΥΕΝ και ΒΕΝ), προέκυψαν ως πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τα εξής:




1.1. Η κολυμβήτρια Γιαρένη Θεοδώρα το Σάββατο 5/12/2015 βρισκότανε στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να λάβει μέρος στο τελικό των αγωνισμάτων 200μ. και 50μ. Ελεύθερο των αγώνων κολύμβησης με την επωνυμία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Λίγο πριν από την συμμετοχή της στο πρώτο από τα δύο αγωνίσματα περί της 18:00 ήταν στα αποδυτήρια φορώντας το αγωνιστικό μαγιό της κάνοντας ασκήσεις προθέρμανσης (δυναμική διάταση της μέσης) τραυματίστηκε νιώθοντας ένα οξύ διαπεραστικό πόνο που ξεκινούσε από τη μέση και συνέχιζε έως το δεξί πόδι.

Στην συνέχεια τηλεφώνησε, χωρίς να καταστεί δυνατό να επικοινωνήσει, στην αδερφή της Αφροδίτη, επίσης κολυμβήτρια, που συμμετείχε και αυτή στους αγώνες και μετά στον πατέρα της Ηλία, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες.

Ο πατέρας της μαζί με τον προπονητή της έσπευσαν εκεί και στη συνέχεια υποβασταζόμενη από αυτούς βγήκε στον προθάλαμο των αποδυτηρίων, όπου βρισκόταν ο ΒΕΝ κος Ανδρέας Κουρέλης Δρ. Βιολογίας στου οποίου την ερώτηση που απευθύνετο σε όλους, μήπως γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη, απάντησε η ίδια “εγώ είμαι”, στην συνέχεια ενημερώθηκε από αυτόν ότι έχει ορισθεί για έλεγχο ντόπινγκ.

Η κολυμβήτρια συνοδευόμενη και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της μετέβη στο Σ.Ε.Ν. στο ιατρείο του κολυμβητηρίου. Στο Σ.Ε.Ν. η κολυμβήτρια υπέγραψε το πρωτόκολλο ελέγχου Ντόπινγκ που της έδωσε η ΥΕΝ κα Μαγδαληνή Καλλίντζη Ιατρός Γυναικολόγος, η οποία λόγω του ότι η κολυμβήτρια πονούσε αφόρητα και δεν μπορούσε να δώσει δείγμα, κάλεσε την Ιατρό των αγώνων κα Τρύφωνα Μαρία. Μετά από κλινική εξέταση, πραγματοποιώντας και Laseqke Test και στα δύο πόδια της, η Ιατρός των αγώνων γνωμάτευσε πως έπρεπε να διακομισθεί σε Νοσοκομείο, παρά την αντίθετη γνώμη της ΥΕΝ για ανακουφιστική θεραπεία με παυσίπονη ένεση.

Πράγμα το οποίο και έγινε με καθυστέρηση περίπου 30΄ λόγω της αργοπορημένης άφιξης του ασθενοφόρου, με την μεταφορά της με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν, στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή νοσηλευτήριο σε καθεστώς γενικής εφημερίας. Η κολυμβήτρια παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω νοσηλευτήριο πραγματοποιώντας σειρά εξετάσεων μέχρι το απόγευμα της 8/12/15, ήτοι 3 ημέρες αργότερα, όταν και έλαβε εξιτήριο.




1.2. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι στην περίπτωση της πιο πάνω κολυμβήτριας δεν υπήρχε υπαίτια ήτοι δόλια ή αμελής συμπεριφορά εκ μέρους της για αποφυγή του ελέγχου, πόσο μάλλον σκοπιμότητά της περί αποφυγής υποβολής της σε αυτόν.




Και τούτο, διότι πρώτον, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά, η ασθένεια της αθλήτριας είχε ήδη ξεκινήσει και την κατέλαβε έντονος πόνος πριν την εκ μέρους της γνώση περί υποβολής της σε δειγματοληψία, ο δε ΒΕΝ ενημέρωσε ότι την αναζητά για έλεγχο ενώ η ίδια ήδη έβαινε προς ιατρική φροντίδα, υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τον προπονητή της, συνάντησε δε τον ΒΕΝ ήδη τελούσα σε αυτή την κατάσταση.




Δεύτερον, διότι αν πράγματι η κολυμβήτρια ήθελε και προσπαθούσε να αποφύγει σκόπιμα τον έλεγχο δεν θα απαντούσε «εγώ είμαι» στην ερώτηση του Β.Ε.Ν, που απευθύνετο προς όλους, σχετικά με το αν γνωρίζουν ποια είναι η Θεοδώρα Γιαρένη.




Τρίτον, η κολυμβήτρια μεταφέρθηκε στο Γ.Ν.Θ Ιπποκράτειο εν γνώσει της ομάδας ελέγχου, αλλά και της ιατρού αγώνων, και μάλιστα κατά σύσταση της τελευταίας και όχι αυτόβουλα, σύμφωνα με την γνωμάτευση της Ιατρού των Αγώνων, μετά από κλινική εξέταση που διενήργησε η ίδια στην κολυμβήτρια στο Σ.Ε.Ν.

Συνεπώς, η διακομιδή της στο νοσοκομείο έλαβε χώρα με απόφαση του αρμόδιου και υπεύθυνου ιατρού, η σύσταση της οποίας εκ φύσεως της αίρει οποιαδήποτε υπαιτιότητα περί εκ μέρους της ασθενούς αθλήτριας μη υποβολής της σε δειγματοληψία.

Τέταρτον, διότι η αθλήτρια ναι μεν διακομίστηκε στο νοσοκομείο χωρίς να συνοδεύεται από τον Β.Ε.Ν., αλλά ούτε αυτό ήταν αποτέλεσμα δικής της υπαίτιας συμπεριφοράς, προσπάθειας, ενέργειας, αντίθεσης ή βούλησης.

Ανεξαρτήτως, ότι τούτο συνιστά εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων μη τήρηση της παραγράφου

5.4.4 του Άρθρου 5.4. “Απαιτήσεις για την κλήση των αθλητών” του Διεθνούς Προτύπου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ στον οποίο αναφέρεται: “εφ’ όσον ο αθλητής παρουσιαστεί στο σταθμό ελέγχου ντόπινγκ και ζητήσει να φύγει προσωρινά μετά την άφιξη, ο ΥΕΝ το επιτρέπει με την συνεχή παρακολούθηση του συνοδού, σ’ όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης, εάν η καθυστέρηση έχει να κάνει με τις παρακάτω αιτίες:…

δ) Συμμετοχή απαραίτητης ιατρικής βοήθειας, ε) Λήψη απαραίτητης ιατρικής βοήθειας.”, καθώς η μη συνοδεία της αθλήτριας οφείλεται σε παράλειψη των ελεγκτικών οργάνων και όχι σε ενέργεια της ίδιας (καθώς εξάλλου η ίδια εν γνώσει τους και ενώπιον τους και με τη σύσταση της ιατρού αγώνων και υποβασταζόμενη και ανίκανη να μετακινηθεί η ίδια, δεν αποχώρησε απλώς από το κολυμβητήριο αυτόβουλα ή λάθρα, αλλά μπήκε σε ασθενοφόρο το οποίο μάλιστα ανέμενε επί το ικανότατο για να αποφασίσουν τα όργανα να τη συνοδεύσουν, χρονικό διάστημα των 30 λεπτών) μη τήρηση που οφείλεται προφανώς σε έλλειψη του αναγκαίου προσωπικού δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ, όπως αυτό ορίζεται από άρθρο 7 παρ. 2 της Υ.Α 19514/2005 (ΦΕΚ B648/16-5-2015) περί των διαδικασιών του ελέγχου ντόπινγκ, κατά το οποίο «η ομάδα δειγματοληψίας για έλεγχο ντόπινγκ απαρτίζεται από τον επικεφαλής Υπεύθυνο Ελέγχου Ντόπινγκ και κατ’ ελάχιστο δύο δειγματολήπτες, από τους οποίους ο ένας είναι υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση, συνοδεία και επίβλεψη του αθλητή και σε περίπτωση δειγματοληψίας ούρων, ο άλλος εκτελεί χρέη μάρτυρα κατά τη διενέργεια αυτής», αφού όπως αποδείχθηκε η ομάδα δειγματοληψίας, που θα διενεργούσε τον έλεγχο ντόπινγκ στους πιο πάνω Κολυμβητικούς Αγώνες, αποτελείτο από δύο μόνο άτομα, την ΥΕΝ κα Καλλίντζη Μαγδαληνή και τον Β.Ε.Ν κο Ανδρέα Κουρέλη, ήταν δε ελλιπής και τελούσα σε μη νόμιμη σύνθεση (2 άτομα αντί τουλάχιστον 3 που η πιο πάνω Υ.Α. προβλέπει), με αποτέλεσμα εκτός του συναφούς προβλήματος περί της νομιμότητας του ελέγχου, να μην είναι και στην πράξη δυνατό να συνοδευθεί η πιο πάνω κολυμβήτρια από τον Β.Ε.Ν., σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνει την πλήρη ανυπαιτιότητα της αθλήτριας για την εκ μέρους της ασυνόδευτη διακομιδή στο νοσοκομείο.




Εξάλλου, τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την ΥΕΝ στην κατάθεσή της στη συνεδρίαση 23/12/2015 και ώρα 15:00 του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΣΚΑΝ, η οποία πραγματοποιήθηκε με βίντεο κλήση (SKYPE), απαντώντας σε ερώτηση του κου Καλούδη Γεωργίου (μέλους του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ) εάν της ζητήθηκε από την κολυμβήτρια να την ακολουθήσουν απάντησε: “Όχι δεν μου ζητήθηκε αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν εφικτό” (11ο Πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ). Σημειωτέον ότι αυτό δεν ερείδεται σε βούληση του αθλητή, αλλά είναι υποχρέωση των ατόμων (ΥΕΝ, ΒΕΝ) που διενεργούν τον έλεγχο.




Όσον αφορά δε το γεγονός, που η ΥΕΝ αναφέρει τόσο στην έκθεση αναφοράς ελέγχου ντόπινγκ της 5/12/2015 όσο και στην ανωτέρω κατάθεση στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΕΣΚΑΝ, περί του ότι είχε αντίθετη γνώμη για την μεταφορά της κολυμβήτριας και πρότεινε θεραπευτική αγωγή με την χορήγηση παυσίπονης ένεσης, συνιστά επίσης παράβαση του Διεθνούς Προτύπου Ελέγχου του Παγκοσμίου Κώδικα Αντί-Ντόπινγκ, διότι αυτή, παρ’ ότι Ιατρός (Γυναικολόγος), είναι αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνη για την διεξαγωγή του ελέγχου Ντόπινγκ και όχι για να διαπίστωνε την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού ή να προβεί σε θεραπευτική αγωγή, (δικαίωμα που δίνεται από τον ως άνω κώδικα μόνο στον ΥΕΝ Ιατρό στους αγώνες της UEFA, όπου αυτός διαπιστώνει την βαρύτητα ενδεχόμενου τραυματισμού και κατά συνέπεια την απαλλαγή του αθλητή από τον έλεγχο Ντόπινγκ ή όχι), με αποτέλεσμα η μη αρμοδίως ούτως ή άλλως εκφερόμενη γνώμη της ΥΕΝ να μην επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης στην ιατρό αγώνων πόσο μάλλον στην ασθενή –και ευλόγως καθοδηγούμενη από τις ιατρικές συστάσεις του αρμοδίου ιατρού, ήτοι της ιατρού αγώνων- αθλήτρια και προφανώς να μην δύναται η συμμόρφωση της αθλήτριας με τη σύσταση της ιατρού αγώνων, να συγκροτήσει εκ μέρους της και αντικειμενικώς μη συμμόρφωση με την υποβολή σε δειγματοληψία, σε καμία δε περίπτωση υπαίτια μη συμμόρφωση.

Συνεπώς, το ως άνω γεγονός, δεν είναι δυνατό να άρει τις ανωτέρω διαπιστώσεις περί ανυπαιτιότητας της αθλήτριας ως προς τη μη εκ μέρους της υποβολή σε δειγματοληψία, καθώς αφενός ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της ΥΕΝ των ισχύοντων κανόνων αντιντόπινγκ, αφετέρου αφορά αντίθετη ιατρική γνώμη μεταξύ ΥΕΝ και ιατρού αγώνων και όχι αντίθετη άποψη ή βούληση ή ενέργεια της ίδιας της αθλήτριας, η οποία σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως ποια ιατρική γνώμη ήταν ορθή και ιδίως, επιπλέον του ότι η ΥΕΝ δεν είχε κατά νόμο αρμοδιότητα για διατύπωση τέτοιας γνώμης πόσο μάλλον με δεσμευτικό εις βάρος της αθλήτριας χαρακτήρα, συμμορφώθηκε με επείγουσα και αυστηρή ιατρική σύσταση και δεν ενήργησε με ίδια πρωτοβουλία, και μάλιστα στα πλαίσια μιας αντικειμενικώς αγχωτικής και επίπονης για την ίδια κατάστασης ασθενείας και οξύτατου πόνου της.

Πέραν τούτου, εξάλλου, ο έλεγχος της κολυμβήτριας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν μετά το τέλος της δειγματοληψίας στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο, η ομάδα ελέγχου του ΕΣΚΑΝ, που γνώριζε σε ποιο νοσοκομείο διακομίσθηκε αυτή -καθώς η ίδια εξάλλου ήλθε και σε επικοινωνία την 7/12/2015 ήτοι την μεθεπόμενη μόλις ημέρα με το μέλος του ΕΣΚΑΝ κ. Αλέξανδρο Αδαμίδη όταν ο ΙΔΙΟΣ την επισκέφθη στο Νοσοκομείο και διεπίστωσε ότι όντως η αθλήτρια ενοσηλεύετο ακόμη σ’ αυτό (παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι ΚΑΙ την 8/12/2015), δηλαδή ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο και τον ενημέρωσε για την κατάστασή της επιβεβαιώνοντας τη δεκτικότητα της για έλεγχο και τη μη εκ μέρους της αποφυγή επαφής με τα αρμόδια όργανα, όπως προκύπτει και από την διαβεβαίωση της δικηγόρου της αθλήτριας και αδελφής της Αναστασίας Γιαρένη, ενώπιον του Δ.Σ της ΚΟΕ και η οποία είχε και σχετική συνομιλία εντός του Νοσοκομείου με το ως άνω μέλος του ΕΣΚΑΝ, μετέβαινε σ’ αυτό και διενεργούσε τον έλεγχο, καθώς εξάλλου η αθλήτρια δεν εξαφανίστηκε μετά τη διακομιδή της σε αυτό, αλλά παρέμεινε κλινήρης 3 ολόκληρες ημέρες.

Σε κάθε μάλιστα περίπτωση, χωρίς να επηρεάζονται οι ως άνω σκέψεις από την τυχόν εκ των υστέρων διάγνωση περί της υγείας της αθλήτριας, καθώς το επαρκές και αναγκαίο στοιχείο για την εκ μέρους της ανυπαιτιότητα, ανάγεται στο σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητο στοιχείο του κατά τον κρίσιμο χρόνο (προ και μετά της γνώσεως του ελέγχου) πόνου της, ανεξαρτήτως αν αυτός τελικά αφορούσε σοβαρή και έχουσα διάρκεια ή μη ασθένεια και την ταυτότητα της τελευταίας (είναι εξάλλου συχνό σε μια αθλήτρια λίγο πριν τους αγώνες της να εμφανίζονται οξείς πόνοι, χωρίς αναγωγή σε κάποια ιδιαίτερη ασθένεια, αλλά λόγω περιστασιακών γυναικολογικών/ορθοπεδικών προβλημάτων ή νευρικών εκ του άγχους πρόσκαιρων διαταραχών), από τις εξετάσεις που διενήργησε στο ως άνω δημόσιο νοσηλευτήριο και τις γνωματεύσεις των αρμοδίων εκεί ιατρών, η αθλήτρια διαγνώσθηκε ότι όντως τελικά έπασχε από «Οσφυαλγία σημαντικά επιδεινούμενη» (όπως φαίνεται και από σωρεία ιατρικών βεβαιώσεων του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία περί της πιστότητας και της αλήθειας των όσων η ίδια επικαλέστηκε.




2.1. Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό Ντόπινγκ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κολύμβησης – FINA (FINA DOPING CONTROL RULES), ως ισχύει εγκεκριμένος από τη Γενική Συνέλευση της FINA της 29- 11-2014, και δη τον Κανόνα 2.3. περί μη εμφάνισης του αθλητή σε συλλογή δείγματος (DC 2.3 Evading, Refusing or Failing to Submit to Sample Collection), συνιστά αντικειμενική παράβαση ντόπινγκ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΑΝΕΥ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑ του αθλητή από τον έλεγχο, συνεπώς όταν η απουσία είναι δικαιολογημένη απουσία δεν αποτελεί τέτοια παράβαση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω Κανόνων, η αποφυγή του ελέγχου προαπαιτεί σκόπιμη προς τούτο συμπεριφορά του ελεγχόμενου αθλητή ή δε αποτυχία υποβολής δείγματος προς έλεγχο, αρκείται σε αμελή συμπεριφορά, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστά παράβαση και συνεπώς πειθαρχικό αδίκημα, η αδυναμία παρουσίας σε έλεγχο όταν αποδίδεται σε αντικειμενικές συνθήκες που συγκροτούν ανωτέρα βία (“Evading Sample collection, or without compelling justification, refusing or failing to submit to Sample collection after notification as authorized in these Anti-Doping Rules or other applicable antidoping rules. [Comment to DC 2.3: For example, it would be an anti-doping rule violation of “evading Sample collection” if it were established that an Athlete was deliberately avoiding a Doping Control official to evade notification or Testing. A violation of “failing to submit to Sample collection” may be based on either intentional or negligent conduct of the Athlete, while ‘‘evading” or “refusing” Sample collection contemplates intentional conduct by the Athlete.] “.).




2.2. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη ενσωμάτωσε αυτούσια την αντίστοιχη διάταξη του Παγκόσμιου Κώδικα Αντιντόπινγκ της WADA, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, ο οποίος στο αρ. 2.3. αναφέρει ότι: «Η αποφυγή ∆ειγματοληψίας, ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε ∆ειγματοληψία χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. [Σχόλιο για το Άρθρο 2.3: Παραδείγματος χάρη, θα αποτελούσε παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ του τύπου «αποφυγής ∆ειγματοληψίας» εάν στοιχειοθετηθεί ότι ένας Αθλητής απέφυγε εσκεμμένα τον υπεύθυνο του Ελέγχου Ντόπινγκ προκειμένου να αποφύγει τη σχετική ειδοποίηση ή τον Έλεγχο. Η παράβαση τύπου «μη υποβολής σε ∆ειγματοληψία» δύναται να στηρίζεται είτε σε εσκεμμένη είτε σε αμελή συμπεριφορά του Αθλητή, ενώ η «αποφυγή» ή η «άρνηση» υποβολής σε δειγματοληψία ενέχει εσκεμμένη συμπεριφορά του Αθλητή.]”.




2.3. Ομοίως, κατά το αρ. 2 του Ν. 3956/2012 (ΦΕΚ Β΄ 343/17.02.2012 “Αναγκαία μέτρα και διαδικασίες, μηχανισμοί και συστήματα που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση κατά της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό (Παρίσι 19/10/2005) και αναγκαίες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της.”), που αναφέρει τις “Παραβάσεις κανόνων αντιντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Το ντόπινγκ θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2.1. έως 2.8. της παρούσας.”. Συνεπώς, οι οριζόμενες στο ως άνω άρθρο παραβάσεις αναφέρονται περιοριστικά και αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά, επομένως πρέπει να πληροίται στο σύνολο της η αντικειμενική υπόσταση εκάστης οριζόμενης στο άρθρο αυτό, περίπτωσης παράβασης, προκειμένου να καταγνωσθεί τέλεση της. Κατά την παρ. 2.3. της ως άνω διάταξης “Αρνηση υποβολής σε έλεγχο ντόπινγκ”, ορίζεται ότι: “Η άρνηση ή η αποφυγή του αθλητή, χωρίς την επίκληση σοβαρού λόγου, να υποβληθεί σε λήψη δείγματος μετά από ειδοποίηση, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στους κανόνες αντιντόπινγκ της παρούσας απόφασης, ή η με άλλο τρόπο αποφυγή λήψης δείγματος, συνιστά παράβαση κανόνα αντιντόπινγκ. Δηλαδή, προβλέπεται ότι παράβαση συνιστά μεταξύ άλλων και η αποφυγή δειγματοληψίας ή η άρνηση ή η μη υποβολή σε δειγματοληψία, χωρίς όμως επαρκή αιτιολόγηση μετά από ειδοποίηση, όπως προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ. Συνεπώς, και κατά την ανωτέρω εθνική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας, δεν νοείται παράβαση δια μη υποβολής σε δειγματοληψία, όταν υφίσταται επαρκής και αντικειμενική δικαιολόγηση, πόσο μάλλον όταν από το σύνολο των περιβάλλοντων την υπόθεση περιστατικών, προκύπτει η συνδρομή κατάστασης ανωτέρας βίας. Παρότι δε, η ως άνω διάταξη, προ της αναμενόμενης στο παρόν τροποποίησής της προς σχετική προσαρμογή με τον Παγκόσμιο Κώδικα της WADA, δεν αναφέρεται σε μη υποβολή σε δειγματοληψία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και αυτό το είδος παράβασης προϋποθέτει την έλλειψη επαρκούς δικαιολογίας και αποκλείεται σε περίπτωση μη υπαιτιότητας του αθλητή, πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, συνεπώς ουδεμία διαφοροποίηση εν προκειμένω επέρχεται λόγω της διάστασης του ισχύοντος κατά το παρόν νόμου με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντιντόπινγκ.




2.4. Σημειωτέον, ότι κατά παγία αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία συνιστά ένα γεγονός αντικειμενικά απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να τελέσει το καθήκον που του επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1697/2013, 239/2003, 2189/2002, 2840/2000, ΟλΣτΕ 2097/1979, ΟλΣτΕ 361/1992), ενώ γεγονός θα πρέπει εκτός από απρόβλεπτο να είναι και τέτοιας βαρύτητας, ώστε να καθιστά πλήρως αδύνατη την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται. Συνεπώς, η ανωτέρα βία αποκλείει οποιοδήποτε βουλητικό στοιχείο από τη συμπεριφορά του πειθαρχικώς ελεγχόμενου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται όχι μόνο δόλος αλλά ούτε αμέλεια, συνεπώς καμία μορφή υπαιτιότητας, η οποία όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω συνιστά προϋπόθεση για την κατάγνωση τέλεσης παράβασης αντιντόπινγκ, ιδίως δε υπό τη μορφή μη υποβολής σε δειγματοληψία.




2.5 Επειδή, συνεπεία των ανωτέρω υπό 1.1-1.2 αναφερομένων, η αθλήτρια ουδεμία υπαιτιότητα είχε για την μη υποβολή σε δειγματοληψία, η δε αιφνίδια ασθένεια της με τη συνδρομή έντονου πόνου και σε συνδυασμό με τη σύσταση ιατρού αγώνων, συγκροτούν κατάσταση ανωτέρας βίας, καθώς ούτε η αθλήτρια μπορούσε να προβλέψει ότι θα ασθενήσει, η δε ασθένεια της προηγήθηκε της εμφάνισης του Β.Ε.Ν., ούτε μπορούσε δεδομένης της κατάστασής της να πράξει διαφορετικά και να μην μεταβεί σε νοσηλευτήριο, παρακούοντας τη σύσταση της μόνης αρμοδίας ιατρού και ενώ τελούσε σε συνθήκες έντονης σωματικής καταπόνησης, φόρτισης και πόνου. Εξάλλου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια να κρυφτεί από τα όργανα ελέγχου, δεν απέκρυψε την ταυτότητά της όταν την αναζητούσαν, εμφανίστηκε και τα ίδια τα όργανα ιδίοις όμμασι συνειδητοποίησαν την κατάσταση ασθενείας και πόνου της ΥΠΕΓΡΑΨΕ το πρωτόκολλο ελέγχου ντόπινγκ, δεν έφυγε κρυφά από το κολυμβητήριο, αλλά υποβασταζόμενη, ενώπιον όλων, με σύσταση της αρμοδίας ιατρού, με ασθενοφόρο και κατόπιν ημίωρης τουλάχιστον αναμονής, εν γνώσει όλων και εμφανώς προς κάθε ελεγκτικό όργανο, μετέβη σε γνωστό στα ελεγκτικά όργανα τόπο και δη το μόνο εφημερεύον νοσοκομείο, τα δε όργανα δεν τη συνόδευσαν λόγω δικής τους παράλειψης και όχι ίδιας άρνησής της (η ίδια εξάλλου ήταν ανίκανη λόγω πόνου να πράξει ή να αρνηθεί οτιδήποτε) παρότι βίωναν επί αρκετό χρόνο την αναμονή της για μετάβαση σε νοσοκομείο, παρέμεινε δε στον ίδιο τόπο, στο νοσηλευτήριο, επί 3 ημέρες χωρίς κανείς να την ελέγξει, ενώ ήταν διαθέσιμη.

Δεν μπορεί, συνεπώς, βάσει όλων των ως άνω γεγονότων, όχι απλώς η συμπεριφορά της αθλήτριας να νοηθεί ότι συγκροτεί την έννοια της άρνησης ή της αποφυγής ελέγχου, αλλά ούτε εκ μέρους της αθλήτρια υπαιτιότητα ούτε υπό τη μορφή του δόλου ούτε της αμέλειας, για τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία, η ίδια δε ούτε προέβη σε καμία ενέργεια ούτε τέλεσε καμία παράλειψη σχετικά με την ως άνω μη υποβολή της, η δε ευθύνη για τη μη διενέργεια του ελέγχου αφορά τα ελεγκτικά όργανα αποκλειστικά, σε κάθε δε περίπτωση ειδικώς για την αθλήτρια η όλη κατάσταση, υπό τη μορφή του αντικειμενικώς απρόβλεπτου σοβαρού παρακωλυτικού εις βάρος της γεγονότος της ασθένειας, ήτοι ανωτέρας βίας, απέκλειε τουλάχιστον κάθε εκ μέρους της γνωστικό και βουλητικό στοιχείο, ήτοι κάθε είδος έστω και αμέλειας ως προς τη μη υποβολή της σε δειγματοληψία.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ




Το ΔΣ της ΚΟΕ ομόφωνα αποφασίζει την πλήρη απαλλαγή της αθλήτριας κολύμβησης Γιαρένη Θεοδώρας του Ηλία, από κάθε πειθαρχική κατηγορία σε σχέση με την εκ μέρους της εξέταση περί τέλεσης παράβασης ντόπινγκ στον έλεγχο που διενεργήθηκε την 5-12-2015 στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο Θεσσαλονίκης, ως όλως ανυπαίτιας ως προς την μη υποβολή της σε δειγματοληψία.

Πηγή: newsone.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου